Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα ήδη σε ύφεση, ο πληθωρισμός καταρρίπτει όλα τα ρεκόρ και οι Ευρωπαίοι διαδηλώνουν φοβούμενοι ότι θα κληθούν εν έτει 2022 να αντιμετωπίσουν - μετά τις πρωτοφανείς καταστάσεις που βίωσαν με την πανδημία - μια πολύ σοβαρή κρίση λόγω του αυξημένου κόστους διαβίωσης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δέχονται ασφυκτικές πιέσεις να βρουν λύσεις στην πιο τρομακτική οικονομική πρόκληση των τελευταίων δεκαετιών.
Παρά, ωστόσο, τις ζοφερές προβλέψεις, οι Ευρωπαίοι δεν συμφωνούν με το ενδεχόμενο συνθηκολόγησης με τον Πούτιν, αλλά ζητούν από τις κυβερνήσεις να πάρουν από τις πλάτες των νοικοκυριών το οικονομικό βάρος αυτής της επιλογής. Ήδη, η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας έχει προειδοποιήσει για λαϊκές εξεγέρσεις και το Βερολίνο προετοιμάζεται για «χειμώνα της οργής».
Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας και η Ευρώπη θα πρέπει να ξεπεράσει ξανά τον εαυτό της, βρίσκοντας τρόπο να συμφωνήσει σε ένα νέο «σχέδιο Μάρσαλ», αυτή τη φορά για προστατεύσει τα νοικοκυριά από την ενεργειακή καταιγίδα των επόμενων μηνών. Τα 65 δισ. ευρώ του πακέτου στήριξης που έχει αποφασίσει η Γερμανία μοιάζουν με σταγόνα στον ωκεανό και οι ειδικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να χρειαστούν από 300 δισ. ευρώ έως και πάνω από 2 τρισ. ευρώ συνολικά στην Ε.Ε., για να είναι «κανονικοί» οι επόμενοι χειμώνες, χωρίς ύφεση και ενεργειακή φτώχεια.
Το πρώτο σενάριο των 300 δισ. ευρώ είναι του ΔΝΤ και βασίζεται στα σημερινά δεδομένα αλλά και σε κάποιες πολύ αισιόδοξες υποθέσεις. Θέλει την Ευρώπη να βρίσκει λύσεις, να γεμίζει τις αποθήκες της, να αντικαθιστά αρκετό από το ρωσικό αέριο με LNG και πολύ βασικό τα νοικοκυριά να μειώνουν σημαντικά την κατανάλωση. Το «ακριβό» σενάριο είναι το δυσμενέστερο, στην περίπτωση που οι στρόφιγγες δεν ανοίξουν ξανά και η Ευρώπη αποφασίσει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια στο σύνολό της, κάτι που μοιάζει απίθανο.
Μέσα στις επόμενες ημέρες η Κομισιόν θα ανοίξει τα χαρτιά της, όμως μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες για ένα πλήρες σχέδιο που θα αντιμετωπίζει την επερχόμενη ενεργειακή λαίλαπα. Την ίδια ώρα, η Ρωσία κάνει ήδη… πρόβες για την οριστική διακοπή της παροχής φυσικού αερίου – με την Gazprom να κλείνει επ’ αόριστον τις στρόφιγγες - και εύλογα οι Ευρωπαίοι πολίτες φοβούνται ότι θα ζήσουν τον πιο βαρύ χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών.
Η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου προκαλούν τρόμο ενώ η Μόσχα δείχνει ικανή να πραγματοποιήσει τις απειλές της, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να οδεύει προς νέα ιστορικά υψηλά. Οι τιμές όχι μόνο συνεχίζουν να ανεβαίνουν αλλά το φαινόμενο αποκτά διαστάσεις γενικευμένης ακρίβειας σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικονομίας.
Κάθε μήνας που περνάει κρύβει και μία αρνητική έκπληξη για την ευρωπαϊκή οικονομία, είτε αυτή προέρχεται από τους δείκτες που αντανακλούν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομική δραστηριότητα, είτε αφορά το συνεχιζόμενο μπρα-ντε-φερ με τη Ρωσία με φόντο την ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση, οι πληθωριστικές πιέσεις θα παραμείνουν έντονες τους επόμενους μήνες και θα ρίξουν σε ύφεση την Ευρώπη. Το μόνο που δεν είναι ξεκάθαρο σήμερα είναι τι ακριβώς θα συμβεί με το φυσικό αέριο και πετρέλαιο που προμηθεύεται η Ευρώπη από τη Ρωσία.
Το κακό είναι πως το βασικό σενάριο σήμερα είναι αυτό που πριν λίγους μήνες ήταν το δυσμενές. Αν συνεχιστεί αυτή η διαδικασία της συνεχούς επιδείνωσης των συνθηκών, τότε δυστυχώς θα επιβεβαιωθεί το υφιστάμενο δυσμενές σενάριο που θέλει την Ευρώπη να διανύει έναν βαρύ χειμώνα με τον κίνδυνο της ενεργειακής φτώχειας να είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Είναι δυνατόν να ζήσουμε εν έτει 2022 με δελτίο σε ρεύμα και θέρμανση;
Κι όμως, η Ευρώπη προετοιμάζεται για το συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Η κυβέρνηση της Γερμανίας προσπαθεί με απευθείας επιταγές 200 και 300 ευρώ προς συνταξιούχους και φοιτητές και άλλα μέτρα συνολικού ύψους 65 δισ. ευρώ, να αποτρέψει την ύφεση. Δυστυχώς, αναλυτές της Capital Economics και της ING θεωρούν πλέον αναπόφευκτη την ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, με τη βιομηχανία να δέχεται το πιο ισχυρό πλήγμα της σύγχρονης ιστορίας της. Εξάλλου, τα 65 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 2% του γερμανικού ΑΕΠ, όταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας εφαρμόστηκαν μέτρα που αντιστοιχούσαν κοντά στο 15% του ΑΕΠ.