Γιατί το χρηματιστήριο έχει τόσο λίγους φίλους; Γιατί οι ενεργοί κωδικοί στο Χρηματιστήριο είναι μόλις 15.000; Γιατί οι επενδυτές που συμμετέχουν στα ημερήσια χρηματιστηριακά δρώμενα δεν υπερβαίνουν τους 400; Γιατί οι οικονομικά ενεργοί πολίτες δεν αναγνωρίζουν τον αναπτυξιακό χαρακτήρα της κεφαλαιαγοράς και δεν τοποθετούν μέρος των εισοδημάτων τους, είτε με άμεσο, είτε με έμμεσο τρόπο σε αυτήν; Γιατί οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν κτίζουν το προσωπικό τους συνταξιοδοτικό χαρτοφυλάκιο επενδύοντας, σε μετοχές, ομόλογα ή μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων;
Μελετώντας το εξαιρετικό άρθρο του Νίκου Ζαργάνη που αναφέρεται στην προφανή διασύνδεση των συντάξεων που αναμένουν να λάβουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, με τις συνταξιοδοτικές εισφορές που καταβάλλουν σήμερα, βρίσκουμε μια μερική απάντηση στα ερωτήματα της πρώτης παραγράφου.
Το άρθρο εστιάζει στο γεγονός πως το 80% των αυτοαπασχολούμενων επιλέγουν να πληρώνουν την κατώτατη κατηγορία εισφορών υπονομεύοντας ουσιαστικά το επίπεδο της ζωής τους μετά από το τέλος του ενεργού επαγγελματικού τους βίου.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αρθρογράφου, κατώτατη κατηγορία συνταξιοδοτικών εισφορών, εξασφαλίζει σύνταξη 444 ευρώ για 15 χρόνια, 519 ευρώ για 20 χρόνια ασφάλισης, 560 ευρώ για 25 χρόνια ασφάλισης, 608 ευρώ για 30 χρόνια ασφάλισης, 701 ευρώ για 35 χρόνια ασφάλισης και 809 ευρώ για 40 χρόνια ασφάλισης.
Τι συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από αυτά τα αριθμητικά δεδομένα; Το πρώτο είναι πως οι αυτοαπασχολούμενοι προτιμούν να ικανοποιούν πρωτίστως τις ανάγκες του σήμερα, παρά να σχεδιάζουν το αύριο.
Το δεύτερο είναι πως δεν εμπιστεύονται τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα, ειδικά όταν φέρνουν στο μυαλό τους τις μνήμες από το κραχ του ’99, το PSI των ομολόγων και το απόλυτο μηδέν που είχαν καταγράψει οι τραπεζικές μετοχές εν μέσω των ανεπιτυχών ανακεφαλαιοποιήσεων.
Και το τρίτο και βασικότερο είναι πως ακόμα και σήμερα δεν έχουν διαλυθεί τα στερεότυπα της πλήρους αποσύνδεσης των συντάξεων από τις συνταξιοδοτικές εισφορές.
Στερεότυπα που κυριαρχούσαν για δεκαετίες στη χώρα μας, αφού οι συντάξεις πολλές φορές ήταν υψηλότερες ακόμα και από τους τελικούς μισθούς των νέων συνταξιούχων και αυξάνονταν σύμφωνα με τα κελεύσματα των πολιτικών ταγών της χώρας.
Όμως αυτά τα στερεότυπα θα έπρεπε να είχαν διαψευστεί πανηγυρικά μετά από τα μνημόνια και την αντιμετώπιση της σκληρής οικονομικής πραγματικότητας.
Σκεφθείτε πώς θα ήταν τα πράγματα, αν οι περίπου 615.000 αυτοαπασχολούμενοι και τα μέλη των 100.000 ΟΕ και ΕΕ, επένδυαν κάθε μήνα ένα μικρό ποσό σε εγχώρια επενδυτικά προϊόντα, όπως μετοχές, ομόλογα, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, σε unit links και άλλα.
Σκεφθείτε πώς θα άλλαζε η εικόνα της κεφαλαιαγοράς, αν όλοι οι προαναφερόμενοι αποφάσιζαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο να κτίσουν τον δικό τους προσωπικό κουμπαρά. Να επενδύσουν για τις σπουδές των παιδιών τους, για την απόκτηση στέγης και για μια σημαντική σύνταξη που θα τους επιτρέψει να απολαύσουν το τέλος του εργασιακού τους βίου.
Με πολύ πρόχειρους υπολογισμούς, θα μπορούσαν να εισρεύσουν στην κεφαλαιαγορά, σε μηνιαία βάση νέα κεφάλαια ύψους τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ. Μήπως αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το προωθήσει η διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, μαζί με τις επαγγελματικές ενώσεις και τα επαγγελματικά επιμελητήρια;
Μήπως αυτό το θέμα είναι εξ ίσου ενδιαφέρον με τις διαδικασίες για προγράμματα ΕΣΠΑ και τους αναπτυξιακούς νόμους, με τα οποία ασχολούνται τα επιμελητήρια; Η αξία του σημερινού χρήματος σε βάθος χρόνου και η επενδυτική στρατηγική, θα πρέπει να απασχολήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων και των φορολογουμένων. Και θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα κερασάκι στην τούρτα, σαν δώρο από το δημόσιο.
Και το κερασάκι αυτό δεν θα είναι τίποτα άλλο από ένα ισχυρό φορολογικό κίνητρο που θα πρέπει να συνοδεύει τη δημιουργία ενός «προσωπικού επενδυτικού και συνταξιοδοτικού πορτοφολιού».
Διότι όποιος καλύπτει με δικούς του πόρους το συνταξιοδοτικό του μέλλον, δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο με την εκροή πάσης φύσεως στηρίξεων και επιδομάτων, που θα απαιτηθούν για όσους επιλέξουν να συνταξιοδοτηθούν με συντάξεις των 600 ευρώ σε 30 χρόνια.
Τριπλό καλό λοιπόν. Και για το χρηματιστήριο και για τον εργαζόμενο-επενδυτή και για το δημόσιο και την εθνική οικονομία.