Τα πρώτα βήματα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας για σταδιακή απόσυρση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής μπορεί να έβαλαν τέλος στην κούρσα της αγοράς ομολόγων, όμως δεν αναμένεται επανάληψη του ξεπουλήματος που είδαμε τον Φεβρουάριο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Η απόδοση στα 10ετη κρατικά ομόλογα ΗΠΑ επέστρεψε στο 1,5%, κοντά σε υψηλό δύο εβδομάδων, ενώ η απόδοση στα αντίστοιχης διάρκειας γερμανικά ανέβηκε στο 0,15%, σε υψηλό τριών εβδομάδων.
Οι επενδυτές έχουν κάθε λόγο να είναι νευρικοί μετά την αναταραχή του Φεβρουαρίου που έπληξε και τη χρηματιστηριακή αγορά. Ωστόσο, η ασυνήθιστη ισορροπία προσφοράς-ζήτησης σε συνδυασμό με την όρεξη των επενδυτών παγκοσμίως για ασφαλή χρεόγραφα θα εμποδίσουν μια σημαντική πτώση στις τιμές των ομολόγων.
Η συγκυρία αυτή εξηγεί επίσης γιατί η αγορά ομολόγων έχει δείξει ανθεκτικότητα παρά την άνοδο του πληθωρισμού. Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός ανήλθε στο 5% τον Μάιο, το υψηλότερο του επίπεδο από το 2008 ενώ στη Βρετανία και την ευρωζώνη έχει υπερβεί τον στόχο του 2% των κεντρικών τραπεζών με τις οικονομίες να ανακάμπτουν.
«Η άνοδος των αποδόσεων δεν έχει κλιμακωθεί αυτή τη φορά γιατί τα θεμελιώδη δεν έχουν αλλάξει και η Federal Reserve θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα για αρκετό διάστημα ακόμη», εκτιμούν οι αναλυτές στην Pictet Wealth Management.
Η δεξαμενή διαθέσιμων ομολόγων υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης στα κύρια νομίσματα συρρικνώνεται εδώ και καιρό και αυτό συγκρατεί την άνοδο των αποδόσεων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Στην ευρωζώνη, η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα απορροφά ομόλογα μέσω του προγράμματος PEPP ύψους 1,85 τρισ. ευρώ και σήμερα διακρατεί σχεδόν το ένα τρίτο της ομολόγων της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας. Σύμφωνα με τους αναλυτές, το free-float στα γερμανικά ομόλογα αναφοράς έχει υποχωρήσει κάτω από το 20%, επίπεδο ιστορικά χαμηλό.
Στη συνεδρίαση του συμβουλίου της Fed την Τετάρτη δόθηκε σήμα για δύο πιθανές αυξήσεις επιτοκίων το 2023, νωρίτερα από ό,τι προέβλεπαν οι αξιωματούχοι στο παρελθόν, και η κεντρική τράπεζα κινήθηκε πιο κοντά προς την έναρξη περιορισμού του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης των $120 δισ. μηνιαίως.
Η ΕΚΤ αγοράζει γύρω στα 80 δισ. ευρώ ομολόγων μηνιαίως ενώ η προσφορά νέων εκδόσεων επιβραδύνεται. Σύμφωνα με υπολογισμούς της ING, η προσφορά κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη θα ανέλθει γύρω στα 293 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο από 364 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο της φετινής χρονιάς.
Οι αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας σε σχέση με τα δημοσιονομικά ελλείμματα ανέρχονται αντίστοιχα στο 161%, 110% και 129%, που σημαίνει ότι αποσύρουν περισσότερα ομόλογα από όσα πωλούν οι κυβερνήσεις.
Στις ΗΠΑ ο λόγος αγορών ομολόγων προς το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι 37% με αποτέλεσμα να έχει σχεδόν διπλασιαστεί το μερίδιο των αμερικανικών Τreasuries στο παγκόσμιο free float την τελευταία δεκαετία στο 60%.
Η συνεχής μείωση του free-float επηρεάζει ξεκάθαρα τα επίπεδα των αποδόσεων, εκτιμούν οι αναλυτές της Allianz Research. Αυτό συμβαίνει σε μία περίοδο που έκτακτοι αλλά παροδικοί παράγοντες στις ΗΠΑ κρατούν τις αποδόσεις χαμηλότερα από όπου θα βρίσκονταν κανονικά.
Στις ΗΠΑ η οροφή χρέους, το όριο που έχει καθιερώσει το Κογκρέσο για τα ποσά που μπορεί να δανείζεται η κυβέρνηση θα επανέλθει στις 31 Ιουλίου μετά την προσωρινή απόσυρση του λόγω πανδημίας.
Για να αποφευχθεί υπέρβαση του ορίου το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ χρησιμοποιεί τα μετρητά του με αποτέλεσμα το ταμείο του να έχει πέσει στα $670 δισ. περίπου από $1,8 τρισ τον περασμένο Οκτώβριο και προβλέπεται ότι τα ρευστά διαθέσιμα του θα μειωθούν στα $450 δισ. στο τέλος Ιουλίου.
Η χρήση των διαθεσίμων σημαίνει ότι οι εκδόσεις νέων ομολόγων ήταν λιγότερες από τα ποσά που προσδοκούσε η αγορά.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων στο Institute of International Finance, οι εκδόσεις ομολόγων το δεύτερο τρίμηνο θα ανέλθουν στα $70 δισ, πολύ χαμηλότερες από τις προβλέψεις για $463 δια. και επίσης χαμηλότερες από τα $240 δισ. ομολόγων που αγοράζει η Fed κάθε τρίμηνο.
Μεγάλο μέρος των ρευστών που ξοδεύει το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ καταλήγει σε ισολογισμούς τραπεζών, κυρίως σε αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα πιέζει καθοδικά τις αποδόσεις όπως και η δομική ζήτηση από τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια σταθερού εισοδήματος.