Η επέκταση του κορονοϊού στην Ιταλία και η ραγδαία οικονομική επιδείνωση σε Γερμανία, Ιταλία και ευρύτερα στις χώρες της Ευρώπης, διαμορφώνει προϋποθέσεις νέων παρεμβάσεων από την ΕΚΤ. (σ.σ: στο περιθώριό τους θα μπορούσαν να ευνοήσουν συγκυριακά και τις επιδιώξεις αλλαγών στις δεσμεύσεις της Ελλάδας, αλλά αυτό ας το έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και όχι σαν δεδομένο).
Η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ μπορεί να ενστερνίζεται την άποψη ότι δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία που να την υποχρεώνουν σε «διεύρυνση» των παρεμβάσεων της, αλλά το γεγονός ότι το επιτελείο της ΕΚΤ υπαινίχθηκε το ενδεχόμενο έκτακτης σύγκλησης του Συμβουλίου, «εάν και όποτε χρειασθεί» κατανοούμε ότι αφήνει το ενδεχόμενο νέων παρεμβάσεων ορθάνοιχτο.
Επιπλέον, οι δηλώσεις της Ισαμπέλ Σνάμπλε- νέο μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου – είναι ενδεικτικές είναι με το δάκτυλο στην σκανδάλη, καθώς παραδέχθηκε ότι η ΕΚΤ δεν έχει παρέμβει, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να εκτιμηθεί η πραγματική κατάσταση και έτσι το εύρος των μέτρων που θα πρέπει να παρθούν δεν μπορεί να προσδιορισθεί.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Fed μπορεί να «διαρρέει» την άποψη ότι δεν θα χρειασθούν άμεσα νέες περικοπές επιτοκίων, όμως πολλοί αναλυτές προβλέπουν ήδη έως και τρεις νέες περικοπές μέχρι τέλος του έτους, σε ένα περιβάλλον ραγδαίας πτώσης των χρηματιστηρίων.
Αν τώρα συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ο Μπέρνι Σάντερς των Δημοκρατικών είναι ο ισχυρότερος αντίπαλος του Τραμπ ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, γίνεται κατανοητό ότι τα πράγματα στις ΗΠΑ είναι ίσως ακόμα πιο πολύπλοκα απ’ότι στην Γηραιά Ήπειρο.
Το σωστό ερώτημα λοιπόν δεν είναι για το αν και πότε θα παρέμβουν οι Κεντρικές Τράπεζες, αλλά για το αν αυτή η παρέμβαση θα λειτουργήσει αυτή τη φορά πυροσβεστικά στην αβεβαιότητα των αγορών.
Τα δώδεκα τελευταία χρόνια οι Κεντρικές τράπεζες χρησιμοποίησαν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης- QE – και τα χαμηλά επιτόκια σαν την απόλυτη μέθοδο να αντιμετωπίζουν τις «όποιες» ασυνέχειες του συστήματος.
Πράγματι, τις συνέπειες της κρίσης του 2008 κατάφεραν να τη μαζέψουν με απόλυτη επιτυχία όσον αφορά το σκέλος του να αποφύγουμε την κατάρρευση.
Όμως ούτε το χρέος αντιμετώπισαν αποτελεσματικά, ούτε κατάφεραν να ανασχέσουν την οικονομική επιβράδυνση.
Πέτυχαν βέβαια την εκτόξευση των χρηματιστηρίων ανά τον κόσμο σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Το πραγματικό και καθολικό πρόβλημα των Κεντρικών Τραπεζών στο νέο περιβάλλον, που συνθέτουν οι καθαρά υφεσιακές επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορονοϊού σε ένα ήδη επιβραδυνόμενο διεθνές περιβάλλον, είναι το γεγονός ότι έχουν εξαντλήσει σε μεγάλο βαθμό τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που ενεργοποίησαν μετά το 2008.
Ακόμα και αν προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα και αντί να προωθήσουν τη ρευστότητα στις τράπεζες, τη διοχετεύσουν κατ’ευθείαν στον καταναλωτή και στις επιχειρήσεις, εν ολίγοις ακόμα και αν ενεργοποιήσουν ένα λαϊκό QE ή helicopter money όπως το λένε πολλοί- ήτοι μοίρασμα χρημάτων στον πληθυσμό για να ενισχυθεί η κατανάλωση και να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες της ύφεσης- είναι αμφίβολο ότι θα προσφέρουν κάτι περισσότερο απ’ότι πρόσφερε το «κοινωνικό μέρισμα» σε μια μερίδα του πληθυσμού στην Ελλάδα το 2018, ή το εφάπαξ βοήθημα που πρόσφερε η Ιαπωνία στους φορολογούμενους το 1999.
Παρά ταύτα, αν η ΕΚΤ υποχρεωθεί λόγω των συνεπειών του κορονοϊού στην ήδη ασθμαίνουσα οικονομική δραστηριότητα της Ευρωζώνης, να προχωρήσει σε ένα λαϊκό QE, οι αγορές πιθανότατα θ’ αναθαρρήσουν.
Όμως, όσο δεν έχουμε πλήρη εικόνα για την επιδημία και η μεταποίηση στην Κίνα υπολειτουργεί, με ενδεχόμενη πληγή και στη βιομηχανική παραγωγή των υπόλοιπων χωρών που έχουν πληγεί από τον covid-2019, πολύ φοβάμαι ότι θα πρόκειται απλώς για μια αντίδραση.
* Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.