Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου που μεταφέρονται μέσω των θαλασσίων οδών, έρχεται να απαντήσει στο ερώτημα της χρηματοδότησης της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία με χρήματα της Δύσης από τις αγορές ορυκτών υδρογονανθράκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ερευνητικού κέντρου CREA (Centre for Research on Energy and Clean Air), από την έναρξη του πολέμου, οι Ρωσικές εξαγωγές ορυκτών καυσίμων έχουν υπερβεί τα 245 δισ. ευρώ. Από αυτά όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα τα 157 δισ. ευρώ δηλαδή το 63% αφορούν πετρέλαιο, 69 δισ. ευρώ δηλαδή το 29% αφορούν φυσικό αέριο και 19 δισ. ευρώ δηλαδή 8% αφορούν λιγνίτες.
Σύμφωνα με το CREA, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταβάλει από τις 24 Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα 122 δισ. ευρώ στη Ρωσία για την προμήθεια ορυκτών καυσίμων, εκ των οποίων το 55% αφορά πετρέλαιο, το 43% φυσικό αέριο και το 2% λιγνίτη, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο διάγραμμα.
Όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα, ανάμεσα στους μεγαλύτερους εισαγωγείς Ρωσικών ορυκτών υδρογονανθράκων είναι η Κίνα, η Τουρκία και Ινδία. Όμως περίπου το 50% καταλήγει στις ευρωπαϊκές αγορές.
Τα Ρωσικά έσοδα αποκλιμακώνονται με την πάροδο του χρόνου, με τα έσοδα από το λιγνίτη να παραμένουν σταθερά και τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου να υποχωρούν, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο γράφημα.
Η μείωση των Ρωσικών εσόδων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση των αγορών από την πλευρά των ευρωπαϊκών χωρών, όπως φαίνεται και στο γράφημα που ακολουθεί.
Η απόφαση της επιβολής πλαφόν από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ηνωμένο Βασίλειο στην τιμή αγοράς πετρελαίου που μεταφέρεται με δεξαμενόπλοια, έρχεται να διαταράξει τις ευρωπαϊκές προμήθειες πετρελαίου. Το 30% του πετρελαίου που καταναλώθηκε το 2021 στην ΕΕ εισήχθη από τη Ρωσία και ταυτόχρονα το 50% των Ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου διοχετεύτηκε στην ΕΕ. Η επιβολή πλαφόν στις τιμές πετρελαίου, έρχεται να ακολουθήσει την απαγόρευση της εισαγωγής ρωσικού λιγνίτη, που μέχρι στιγμής είχε επιπτώσεις χαμηλής βαρύτητας.
Οι πολιτικές της ΕΕ αλλά και οι διεθνείς συγκυρίες έχουν σαν αποτέλεσμα στην υποχώρηση των τιμών του Ρωσικού πετρελαίου από τις υψηλές τιμές της κρίσης κατά 20%-30%, οδηγώντας τις στα $60-$65 το βαρέλι. Το νέο πλαφόν αφορά το πετρέλαιο το οποίο μεταφέρεται με πλοία των οποίων η ιδιοκτησία, η ασφάλιση και η χρηματοδότηση, έχει έδρα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Νορβηγία, του G7 και στην Αυστραλία. Ήδη όμως τα φορτία που κινούνται με ευρωπαϊκά δεξαμενόπλοια έχουν μειωθεί αισθητά όχι μόνο από την αρχή του έτους, αλλά μετά από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο γράφημα.
Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως σύμφωνα με το Bloomberg, την περασμένη εβδομάδα η προσφορά ρωσικού πετρελαίου στις αγορές είχε ήδη υποχωρήσει κατά 20%.
Η συμμετοχή των δεξαμενοπλοίων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο, με βάση το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις ασφαλιστικές καλύψεις, η οποία παρουσιάζεται στο ακόλουθο γράφημα, δείχνει ότι η εξάρτηση των Ρώσων από τα ευρωπαϊκά δεξαμενόπλοια είναι σημαντική, αφού μόλις το 20% του Ρωσικού πετρελαίου μπορεί να μεταφερθεί μέσω εναλλακτικών στόλων.
Η τιμή του Ρωσικού πετρελαίου, του λεγόμενου Ural crude oil, έχει ακολουθήσει μια πτωτική πορεία από τα υψηλά των $107/bbl στις 22 Μαρτίου 2022 και βρίσκεται σήμερα πέριξ των $60 ευρώ, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα.
Παρόλο λοιπόν που σε επίπεδο τιμών, η επιβολή του ευρωπαϊκού πλαφόν δεν φαίνεται πως θα επηρεάσει από μόνη της τις τρέχουσες τιμές και τα αντίστοιχα ρωσικά έσοδα, το Κρεμλίνο έχει ανάγει την αντίδραση στην επιβολή της ανώτατης τιμής σε θέμα αρχής. Διότι δεν μπορεί να παραδεχθεί μια προσωρινή οικονομική ήττα απέναντι στην ΕΕ. Βέβαια ο νέος παράγοντας που μπαίνει στη συνάρτηση της θαλάσσιας μεταφοράς πετρελαίου, είναι η διάθεση των ασφαλιστικών εταιρειών να καλύψουν δεξαμενόπλοια τρίτων για τη μεταφορά πετρελαίου, κυρίως στις ασιατικές χώρες.
Η αγορά πετρελαίου παρακολουθεί περισσότερο τις αποφάσεις του OPEC, τις υγειονομικές πολιτικές της Κίνας απέναντι στον covid, την πορεία των αμερικανικών στρατηγικών αποθεμάτων, καθώς και τις εξελίξεις στην δημιουργία σταθμών υποδοχής LNG στη Ευρώπη.