Ηχηρό μήνυμα κατά των μελλοντικών προθέσεων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, με φόντο την προοπτική ενεργοποίησης του OMT ή την… μετατροπή του QE Πανδημίας σε «μπαζούκα» απεριόριστων αγορών ομολόγων, αποτελεί η χθεσινή απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Παράλληλα, θέτει σοβαρά εμπόδια στη στήριξη των πιο αδύναμων χωρών-μελών από την ΕΚΤ, όπως της Ελλάδας και των υπόλοιπων της περιφέρειας, σε περίπτωση αναταράξεων.
Στη χειρότερη ίσως στιγμή για την οικονομία της Ευρωζώνης, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έβαλε φωτιά στην Ευρώπη κρίνοντας ότι μπορεί το QE να μην συνιστά έμμεση χρηματοδότηση των κρατών-μελών αλλά είναι εν μέρει αντισυνταγματικό. Απαγορεύει παράλληλα στην Bundesbank να συμμετάσχει σε αυτό μέχρι να αποδείξει η ΕΚΤ ότι είναι αναλογικό. Η απόφαση δεν «αγγίζει» το έκτακτο QE Πανδημίας όμως στην ουσία βάζει… τρικλοποδιά στη Λαγκάρντ ενόψει των πολύ σημαντικών αποφάσεων που καλείται να λάβει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η απόφαση ενδέχεται μάλιστα να περιορίσει τη μελλοντική ελευθερία κινήσεων της ΕΚΤ, π.χ. ως προς την αναπροσαρμογή των ορίων του QE, όπως το ποσοστό για κάθε εκδότη και το κεφαλαιακό κλειδί. Αν, λ.χ. η ΕΚΤ θέλει να χαλαρώσει πλήρως τα κριτήρια και τους όρους του QE Πανδημίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να μπορεί να αγοράζει περισσότερους τίτλους των κρατών που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, θα πρέπει να το σκεφτεί διπλά, αφού δεν αποκλείεται να πρέπει να αποδείξει μελλοντικά ότι πράττει με τρόπο… αναλογικό.
Η κόντρα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της γερμανικής πλευράς, που ξεκίνησε το 2012 μεταξύ του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι και του τότε υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με αφορμή το «whatever it takes» και εντάθηκε το 2015 με την έναρξη της ποσοτικής χαλάρωσης (QE), φαίνεται ότι κρατάει μέχρι σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι το γερμανικό δικαστήριο δεν θεωρεί ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (PSPP) της ΕΚΤ αποτελεί έμμεση χρηματοδότηση των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, αρνείται την ίδια ώρα ότι η ΕΚΤ έχει αποδείξει πως το πρόγραμμα είναι αναλογικό και κατά συνέπεια νόμιμο. Η απόφαση ενισχύει την αβεβαιότητα και απειλεί με επιδείνωση τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε μία περίοδο που η οικονομία της Ευρωζώνης χρειάζεται ακριβώς το αντίθετο.
Την ίδια ώρα, πιθανή επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, όπως προβλέπουν μετά τη χθεσινή απόφαση αναλυτές, θα επηρεάσει αρνητικά το κλίμα στις αγορές τους επόμενους μήνες, ιδιαίτερα στην περίπτωση που αυξηθούν οι αμφιβολίες τόσο για το QE όσο και για το QE Πανδημίας, με αποτέλεσμα να κινηθούν ανοδικά οι αποδόσεις των ομολόγων της Ελλάδας, της Ιταλίας και των υπόλοιπων χωρών της περιφέρειας, ασκώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στην ΕΚΤ για περαιτέρω χαλάρωση της πολιτικής.
Η απόφαση, λοιπόν, απειλεί να εγκλωβίσει την Ευρωζώνη σε ένα νέο φαύλο κύκλο αφού όσο θα περιορίζεται η ΕΚΤ τόσο θα αυξάνονται οι ανάγκες των αδύναμων χωρών-μελών και θα κινδυνεύουν να εκτιναχθούν τα επιτόκια δανεισμού σε απαγορευτικά επίπεδα.
Η Bundesbank θα συνεχίσει εκτός συγκλονιστικού απροόπτου να συμμετέχει στο QE ακόμη και μετά το διάστημα τριών μηνών που έθεσε ως περιθώριο το γερμανικό δικαστήριο καθώς η ΕΚΤ αναμένεται να δώσει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις που αποδεικνύουν την αναλογικότητα του προγράμματος. Επομένως, για τους επόμενους μήνες οι αγορές ομολόγων αναμένεται να συνεχιστούν κανονικά, ενώ το ίδιο θα συμβεί και με το QE Πανδημίας, άρα και με τα ελληνικά ομόλογα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αφορά το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της περιόδου 2015-2019, ήτοι το «κανονικό» QE, ωστόσο ανοίγει το δρόμο ενδεχομένως για παρόμοια απόφαση στο μέλλον σχετικά με το QE Πανδημίας.
Σύμφωνα με την Oxford Economics, οι αυξανόμενες ανησυχίες για το μέλλον των QE καθώς και για την ικανότητα της ΕΚΤ να ελέγχει τις αποδόσεις των ομολόγων, θα οδηγήσουν σε σημαντική διεύρυνση των spreads. Μία τέτοια εξέλιξη θα υπονομεύσει τη στήριξη των πιο αδύναμων κρατών στο ευρωπαϊκό project. Γενικότερα, η Oxford Economics εκτιμά ότι η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου υπονομεύει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ στην περίπτωση που η νομισματική πολιτική κινηθεί πιο κοντά στα όρια της οικονομικής πολιτικής.