Τελικά ο καιρός έχει όντως γυρίσματα, η λαϊκή παροιμία ξέρει τι λέει. Για πάνω από δέκα χρόνια, από την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η Γερμανία αποκαλείτο «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης». Το τεράστιο κόστος της ενοποίησης εξ αιτίας της μεγάλης ανισότητας μεταξύ της οικονομίας της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας και το δαιδαλώδες ιδιοκτησιακό καθεστώς χιλιάδων μεγάλων επιχειρήσεων δεν άφηναν την ενοποιημένη χώρα να πάρει μπρος οικονομικά. Σταδιακά όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Οι αλλαγές στην εργασιακή νομοθεσία που προώθησε ο σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος Σρέντερ έφεραν τις γερμανικές επιχειρήσεις πιο κοντά στα αγγλοσαξωνικά πρότυπα. Το σταδιακό ξήλωμα του ιστού των μετοχικών συμμετοχών που κυριολεκτικά έμπλεκαν τις μισές εταιρείες με τις άλλες μισές έδωσε ανεξαρτησία κινήσεων στις διοικήσεις των εταιρειών. Όμως, αυτό που έδωσε μεγάλη ώθηση στις γερμανικές επιχειρήσεις και την οικονομία της χώρας ήταν δύο στρατηγικές επιλογές:
η ενεργειακή της σύνδεση με την Ρωσία και το φυσικό της αέριο, η οποία της εξασφάλισε μία σταθερή, αξιόπιστη και σχετικά φθηνή πηγή ενέργειας που έδωσε μάλιστα στην ηγεσία της χώρας την άνεση να προχωρήσει στην «επιθετική» απόσυρση των ανθρακικών και πυρηνικών μονάδων παραγωγής ενέργειας.
και
η στροφή των επιχειρήσεων της χώρας (με την στήριξη της πολιτικής ηγεσίας) στις αναδυόμενες οικονομίες, στην Κίνα, την Ρωσία, τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες κ.α.. Στις χώρες αυτές κατευθύνθηκε ένας πολύ μεγάλος όγκος εξαγωγών πλήθους προϊόντων παράλληλα με την μεταφορά σημαντικού μέρους της παραγωγικής δραστηριότητας των γερμανικών επιχειρήσεων.
Την ίδια στιγμή, οι πολίτες της χώρας συνέχισαν να κινούνται συντηρητικά κρατώντας τις καταναλωτικές τους δαπάνες σε χαμηλά επίπεδα, μεγαλώνοντας την εξάρτηση της οικονομίας της χώρας από τις εξαγωγικές της επιδόσεις.
Οι πολύ καλές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας σε αντίθεση με τις επιδόσεις πολλών άλλων χωρών της Ευρωζώνης και της Ευρώπης γενικότερα, έκαναν τον χαρακτηρισμό της Γερμανίας ως μεγάλου ασθενούς της Ευρώπης να ξεχαστεί με την πάροδο του χρόνου. Από το 2010 και μετά το παρατσούκλι άλλαξε και πλέον πήγαμε στην «ατμομηχανή της Ευρωζώνης», σε συνδυασμό συνήθως με την πιο ηγετική φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Καγκελάριο Μέρκελ.
Μέσα σε έναν χρόνο, τα πάντα φαίνονται αλλαγμένα και το μοντέλο που τόσο βοήθησε την χώρα για πάνω από δεκαπέντε χρόνια φαίνεται πως δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλέον. Και οι δύο πυλώνες του μοντέλου έχουν υποστεί σημαντικές ρωγμές. Το ρωσικό φυσικό αέριο σχεδόν δεν υπάρχει πλέον. Για την ακρίβεια, και όπως διαβάζουμε στο Reuters, οι εισαγωγές φυσικού αερίου για τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε έφθασαν στο 0% των συνολικών ποσοτήτων φυσικού αερίου που έφθασαν στην Γερμανία. Τον Σεπτέμβριο του 2021 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 60%.
Όσον αφορά στην εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές προϊόντων προς τις μεγάλες χώρες εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει πολύ, αλλά τα σημάδια υπάρχουν ήδη. Σχεδόν όλες οι εξαγωγές προς την Ρωσία έχουν διακοπεί, ενώ τα εργοστάσια γερμανικής ιδιοκτησίας ή συνιδιοκτησίας βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα ή έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Η μεγαλύτερη απειλή όμως βρίσκεται στην Κίνα. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να στραγγαλίσουν την κινεζική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας έχει αρχίσει ήδη να πλήττει τις γερμανικές επιχειρήσεις αλλά τα μεγάλα προβλήματα θα εμφανιστούν αργότερα όταν τα πράγματα «σφίξουν» και αρχίσουν να αγγίζουν και τις δραστηριότητες της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Κίνα.
Ο συνδυασμός της απώλειας της φθηνής και σίγουρης πηγής ενέργειας με τον αυξημένο πληθωρισμό, την διαταραχή στην λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας από τις παρενέργειες της πανδημίας, την αύξηση του κόστους χρήματος από την άνοδο των επιτοκίων και βέβαια τις πολύ αυξημένες τιμές των καυσίμων έδειξαν καθαρά πως η Γερμανία δεν είναι τελικά καθόλου άτρωτη. Η ενεργειακή σιγουριά την οποία απολάμβανε η χώρα όντας σχεδόν βέβαιη πως θα κρατούσε για πάντα αποδείχθηκε η αχίλλειος πτέρνα της, καθώς την διαδέχθηκε η πλήρης αβεβαιότητα.
Εκεί που η ηγεσία της με άνεση διέταζε το κλείσιμο των πυρηνικών και θερμοηλεκτρικών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, ξαφνικά βρέθηκε να ψάχνει απεγνωσμένα για φυσικό αέριο και άνθρακα. Όπως ξέρουμε καλά, ήδη υποχρεώθηκε να παρατείνει την διάρκεια ζωής των τριών πυρηνικών εργοστασίων που έχουν απομείνει σε λειτουργία ενώ τα φορτία άνθρακα γέμισαν το καλοκαίρι τις φορτηγίδες στα γερμανικά ποτάμια μεταφέροντάς τον από τα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας προς τα εργοστάσια της ενδοχώρας.
Συνέπεια της απεγνωσμένης προσπάθειας της Γερμανίας να εξασφαλίσει φυσικό αέριο από όποια πηγή ήταν δυνατόν δεν ήταν μόνο η τεράστια αύξηση της τιμής στο συμβόλαιο Dutch TTF του ευρωπαϊκού αερίου, καθώς φαίνεται πως η γερμανική ζήτηση ήταν αυτή που σάρωσε την προσφορά και ανέβασε τις τιμές. Ήταν και ένα ισχυρό πλήγμα στην οικονομία της χώρας και κατ’ επέκταση στην οικονομία της Ευρωζώνης. Από την στιγμή που ο Γερμανός αρμόδιος υπουργός άρχισε τον Ιούνιο να προειδοποιεί την κοινή γνώμη για πιθανές ελλείψεις φυσικού αερίου τον επερχόμενο χειμώνα, το οικονομικό κλίμα μέσα στην χώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση χειροτέρεψε πάρα πολύ. Παρά το γεγονός πως οι δεξαμενές αερίου μέσα στην Γερμανία έχουν σχεδόν γεμίσει, η ανησυχία για το μέλλον και οι αναγκαστική οικονομία ενέργειας στην οποία έχουν προχωρήσει οι επιχειρήσεις και οι πολίτες έχουν οδηγήσει την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις προσδοκίες των επιχειρηματιών της χώρας σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Την προηγούμενη Τετάρτη οι μετρήσεις του ινστιτούτου ZEW έδειξαν πως η επενδυτική εμπιστοσύνη βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008, με τους επενδυτές να είναι εξαιρετικά απαισιόδοξοι για τις επερχόμενες εξελίξεις αλλά και πολύ απογοητευμένοι από την παρούσα κατάσταση. Ακόμα χειρότερα ήταν τα χθεσινά αντίστοιχα νέα από την έρευνα για τις εκτιμήσεις των αξιωματούχων προμηθειών των γερμανικών επιχειρήσεων. Για τέταρτο μήνα στην σειρά η μέτρηση ήταν κάτω από το 50, που είναι το όριο κάτω από το οποίο συμπεραίνουμε πως η οικονομία βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης, αυτό που ονομάζουμε συχνά ύφεση. Η χθεσινή μέτρηση ήταν 44,10, χαμηλότερα από το 45,70 του Σεπτεμβρίου και χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό γιατί δείχνει πως η απαισιοδοξία εντείνεται.
Για να έχουμε και ένα μέτρο σύγκρισης, η αντίστοιχη μέτρηση για την Γαλλία, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, ήταν στο 50. Οι μετρήσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα πως η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά το τρίτο τρίμηνο της χρονιάς. Την Παρασκευή που μας έρχεται θα ανακοινωθεί η επίσημη μέτρηση από τις αρμόδιες στατιστικές υπηρεσίες και οι αναλυτές αναμένουν πως η συρρίκνωση της οικονομίας θα είναι της τάξης του 0,2%. Σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, η συρρίκνωση θα ενταθεί στο τρίμηνο που ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου και η χώρα θα επανέλθει σε πορεία ανάπτυξης το νωρίτερο στο δεύτερο εξάμηνο του 2023. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα επαληθευθούν, καθώς το 2022 μας έχει συνηθίσει σε πολλές ανατροπές. Ανάλογα με το πως θα εξελιχθούν οι καιρικές συνθήκες και ο πόλεμος στην Ουκρανία η οικονομική κατάσταση στην Γερμανία μπορεί να είναι λίγο καλύτερη ή λίγο χειρότερη από αυτή που προβλέπουν οι αναλυτές.
Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως η Γερμανία από οδηγός έχει γίνει ουραγός στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης και της Ευρωζώνης και αυτή την στιγμή έχει την εικόνα του μεγάλου ασθενούς ο οποίος μάλιστα βλάπτει την υγεία και των εταίρων του. Για να μην αδικούμε τους φίλους μας Γερμανούς, ένα μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αυτή την στιγμή οφείλεται όντως σε συγκυριακούς παράγοντες. Όμως, αυτοί οι παράγοντες φανέρωσαν τις αδυναμίες των στρατηγικών επιλογών που έκανε προ πολλών ετών η γερμανική ηγεσία από κοινού με τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας.
Δεδομένου πως και οι δύο στρατηγικές επιλογές δεν έχουν πλέον νόημα, η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο μάλλον πέρασε στην ιστορία και η επωφελής για την χώρα εξάρτηση από τις εξαγωγές (κυρίως) στην Κίνα αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά προβλήματα, είναι επιτακτική ανάγκη για την Γερμανία να σχεδιάσει με άλλον τρόπο το μέλλον της. Προφανώς αυτό το ξέρουν πολύ καλά η πολιτική και η οικονομική/επιχειρηματική ηγεσία της χώρας και υποθέτουμε πως ήδη επεξεργάζονται τα νέα σχέδια. Εννοείται πως δεν είμαστε σε θέση να συμβουλεύουμε την Γερμανική ηγεσία, θα ευχόμαστε όμως, για το δικό τους και εμμέσως και για το δικό μας καλό, αυτή την φορά αφενός μεν να ακούσουν λίγο και τις απόψεις των συμμάχων και συνεργατών τους και αφετέρου να αντιληφθούν πως λίγη παραπάνω ευελιξία δεν θα βλάψει κανέναν.