Το μέτωπο του πληθωρισμού στην ευρωζώνη δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης μετά την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο και η Isabel Schnabel, μέλος του συμβουλίου της, είναι υπέρ μιας νέας σημαντικής αύξησης τον Σεπτέμβριο παρότι εντείνονται οι κίνδυνοι ύφεσης.
Η κεντρική τράπεζα των 19 χωρών του ευρώ ανέβασε τα επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τον Ιούλιο, καθώς ο πληθωρσιμός οδεύει προς διψήφιο νούμερο και απειλεί να εδραιωθεί. Η κίνηση της ΕΚΤ δεν ήταν αρκετή για να μεταβάλλει τις προοπτικές του πληθωρισμού, εκτιμά η Schnabel.
«Οι ανησυχίες που είχαμε τον Ιούλιο δεν έχουν μετριαστεί και δεν εκτιμώ οτι οι προοπτικές έχουν μεταβληθεί», δήλωσε η επικεφαλής της διεύθυνσης market operations της ΕΚΤ στο πρακτορείο Reuters. H αγορά θεωρεί βέβαιη μια αύξηση επιτοκίων 25-50 μονάδων βάσης τον Σεπτέμβριο και τα σχόλια της Schnabel προμηνύουν οτι θα υποστηρίξει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου ο πληθωρισμός έδειξε σημάδια βελτίωσης, στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός χτύπησε νέο υψηλό-ρεκόρ τον Ιούλιο με τον δομικό πληθωρισμό που εξαιρεί τις τιμές ενέργειας και τροφίμων να κινείται επίσης ανοδικά. Οι τιμές καταναλωτή στις 19 χώρες του ευρώ αυξήθηκαν 0,1% σε μηνιαία βάση τον Ιούλιο και 8,9% σε ετήσια βάση. Πρόκειται για τον υψηλότερο ρυθμό από τότε που δημιουργήθηκε το ευρώ το 1999. Ο δομικός πληθωρισμός που παρακολουθεί στενά η ΕΚΤ αυξήθηκε 5,1% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο. Η ΕΚΤ έχει ως στόχο για τον πληθωρισμό το 2%.
Οι αγορές τις τελευταίες εβδομάδες έχουν ανεβάσει τις προσδοκίες τους για την επόμενη αύξηση της ΕΚΤ, καθώς βλέπουν τις πληθωριστικές πιέσεις να εντείνονται και τιμολογούν αύξηση 55 μονάδων βάσης τον Σεπτέμβριο και συνολικά 118 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς.
Το πρόβλημα είναι οτι ο πληθωρισμός είναι ήδη πάνω από τετραπλάσιο σε σχέση με τον στόχο της ΕΚΤ και πιθανώς να κινηθεί υψηλότερα, αφού η εκτόξευση του κόστους ενέργειας πιέζει το διαθέσιμο εισόδημα και επιβραδύνει την ανάπτυξη.
Η συντηρητική αξιωματούχος της ΕΚΤ Schnabel δεν αποκλείει ο πληθωρισμός σην ευρωζώνη να κινηθεί ακόμη υψηλότερα με τις πληθωριστικές πιέσεις να επιμένουν. «Θα πάρει χρόνο μέχρις ότου ο πληθωρισμός υποχωρήσει στο 2%» αναφέρει η ίδια.
Το πρόβλημα για την ΕΚΤ είναι οτι οι επιτοκιακές της αυξήσεις της λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο που η ύφεση απειλεί τις οικονομίες της ευρωζώνης και η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής σε φάση ύφεσης, μπορεί να επιδεινώσει τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η Schnabel παραδέχεται τους υφεσιακούς κινδύνους, αλλά εκτιμά οτι οι πληθωριστικές προσδοκίες «απαγκιστρώνονται», που σημαίνει στην αργκό των κεντρικών τραπεζών, οτι η ΕΚΤ χάνει σε αξιοπιστία όσον αφορά στην αποφασιστικότητα της να πετύχει την αποστολή της, τη σταθερότητα των τιμών δηλαδή.
Μια ύφεση θα βοηθήσει να υποχωρήσουν οι πληθωριστικές πιέσεις αλλά από μόνη της δεν θα μπορέσει να οδηγήσει τον πληθωρισμό στον στόχο της ΕΚΤ. «Ακόμη και αν εισέλθουμε σε ύφεση, είναι απίθανο να εξασθενήσουν οι πληθωριστικές πιέσεις από μόνες τους. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης δεν αρκεί για να εξουδετερωθεί ο πληθωρισμός», δήλωσε η Schnabel.
Ενας πρόσθετος προβληματισμός στους κόλπους της ΕΚΤ έχει να κάνει με το οτι οι αυξήσεις επιτοκίων μπορεί να ανεβάσουν το κόστος δανεισμού δυσανάλογα στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αυξάνοντας τους κινδύνους για χώρες με βαρύ φορτίο χρέους, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Τις τελευταίες εβδομάδες ΕΚΤ στρέφει τις αγορές ομολόγων που πραγματοποιεί προς τη Νότια Ευρώπη για να μετριάσει τις πιέσεις με αποτέλεσμα οι αγορές να είναι πιό σταθερές σήμερα παρά την υψηλή μεταβλητότητα και τη χαμηλή ρευστότητα.