Μετά τους Άραβες ηγέτες, τους Ρώσους μεγιστάνες και τους φρέσκους Κινέζους δισεκατομμυριούχους, τα αμερικανικά ιδιωτικά κεφάλαια (Private Equity) και Hedge Funds έχουν ξεκινήσει την απόβασή τους στην Ευρώπη, αγοράζοντας ποδοσφαιρικές ομάδες και χρηματοδοτώντας τις ομοσπονδίες των χωρών. Δεν το κάνουν επειδή τους αρέσει το ποδόσφαιρο, αλλά επειδή βλέπουν μεγάλες μελλοντικές ροές εσόδων, καθώς
η τεχνολογία μεταμορφώνει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο σε μία μηχανή παραγωγής δεδομένων, διαφημίσεων και κάθε είδους δικαιωμάτων.
Μέχρι τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι περισσότερες ποδοσφαιρικές ομάδες στις ευρωπαϊκές χώρες ανήκαν σε ποδοσφαιρόφιλους επιχειρηματίες. Σταδιακά αυτό άλλαξε, με την εμφάνιση πάμπλουτων Ρώσων ολιγαρχών, Ασιατών δισεκατομμυριούχων και των βασιλικών οικογενειών των κρατιδίων του Περσικού Κόλπου. Πολλές από τις κορυφαίες ομάδες στην Αγγλία, την Ιταλία, την Γαλλία ανήκουν πλέον σε αυτούς. Φαίνεται όμως πως ήρθε η ώρα να αλλάξουν και πάλι τα πράγματα, καθώς έχει ξεκινήσει μία επέλαση αμερικανικών κεφαλαίων, τα οποία ελέγχουν όλο και περισσότερες ποδοσφαιρικές ομάδες.
Τα κεφάλαια αυτά έρχονται από επενδυτικά σχήματα, είτε ιδιωτικών κεφαλαίων (Private Equity) είτε ενναλακτικών επενδύσεων (Hedge Funds), και έχουν κάνει πολύ αισθητή την παρουσία τους από το 2018 και μετά. Υπό τον έλεγχο τέτοιων σχημάτων έχουν περάσει πολύ μεγάλες και ιστορικές ομάδες, ειδικά στην Ιταλία. Συνολικά, έξι από τις είκοσι ομάδες της Serie A, του ιταλικού επαγγελματικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, ανήκουν τώρα σε αμερικανικά επενδυτικά σχήματα, ανάμεσά τους η Μίλαν, η Φιορεντίνα και η Ρόμα. Άλλη μία, η περσινή πρωταθλήτρια Ίντερ, μπορεί σύντομα να περάσει σε αμερικανικά χέρια. Οι κινέζοι ιδιοκτήτες της έχουν δανειστεί 336 εκατομμύρια ευρώ από την αμερικανική Oaktree, στα χέρια της οποίας θα περάσει η Ίντερ στην περίπτωση που το δάνειο δεν εξοφληθεί.
Οι αμερικανικές ποδοσφαιρικές επενδύσεις δεν περιορίζονται στην Ιταλία. Πολύ πρόσφατα, το 34% της πρωταθλήτριας Ισπανίας Ατλέτικο Μαδρίτης πέρασε κάτω από τον έλεγχο αμερικανικών κεφαλαίων, ενώ στην Γαλλία τέσσερις ομάδες της ανώτερης κατηγορίας ελέγχονται από αμερικανικά επενδυτικά σχήματα. Στην Αγγλία, η Μπέρνλυ πέρασε σε αμερικανικά χέρια τον περασμένο χειμώνα, ενώ τον Ιούλιο αμερικανική εταιρεία απέκτησε το 23% της πρωταθλήτριας Βελγίου Μπρυζ. Άλλες μεγάλες αμερικανικές επενδυτικές εταιρείες έχουν διαλέξει διαφορετική μέθοδο, προτιμώντας να αποκτούν μικρά μερίδια σε αρκετές ομάδες. Η Silver Lake έχει αποκτήσει το 10% της City Football Group, που έχει δημιουργηθεί από την βασιλική οικογένεια των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και είναι ιδιοκτήτρια αρκετών ομάδων ανά τον κόσμο, με γνωστότερη όλων την αγγλική Μάντσεστερ Σίτυ.
Διαφορετικό δρόμο ακολούθησε η – γνωστή μας και στην Ελλάδα – CVC η οποία μέσα στο καλοκαίρι συμφώνησε να αγοράσει μερίδιο των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, για την ακρίβεια των media rights, των ποδοσφαιρικών αγώνων του ισπανικού πρωταθλήματος, της La Liga.
Παρότι στους αγώνες αυτούς μάλλον δεν θα περιλαμβάνονται αυτοί της Μπαρτσελόνα και της Ρεάλ Μαδρίτης, η CVC φέρεται να έχει συμφωνήσει να καταβάλει περίπου 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει αυτά τα δικαιώματα υπογράφοντας συμβόλαιο διάρκειας 50 ετών.
Πριν από αυτή την συμφωνία, είχε προσπαθήσει, μαζί με άλλες επενδυτικές εταιρείες, να πετύχει παρόμοιες συμφωνίες με το γερμανικό και το ιταλικό πρωτάθλημα. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν, κυρίως λόγω των αντιρρήσεων των ποδοσφαιρικών ομάδων. Πως δικαιολογείται η είσοδος τόσων επενδυτικών εταιρειών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο; Είναι φανερό πως οι ομάδες δέχονται την οικονομική υποστήριξη των εταιρειών γιατί χρειάζονται τα χρήματα προκειμένου να αγοράσουν ποδοσφαιριστές και να εκσυγχρονίσουν τις εγκαταστάσεις τους. Αυτή την εποχή πολλές ομάδες είναι πιο πρόθυμες να δεχθούν την βοήθεια των επενδυτών, λόγω της σημαντικότατης μείωσης των εσόδων εξαιτίας της πανδημίας.
Οι επενδυτές σε τι προσβλέπουν όμως, από πού περιμένουν να έλθουν οι υπεραξίες και τα έσοδα; Σίγουρα όχι από τα εισιτήρια των αγώνων, αφού αυτά αποτελούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα μικρό μέρος των εσόδων τους, λιγότερο από το 20%. Από όσο μπορούμε να καταλάβουμε, τα έσοδα και οι αποδόσεις θα έλθουν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τις διαφημίσεις, την διάθεση των δεδομένων που παράγονται κατά την διάρκεια των αγώνων, και από κάποιες εναλλακτικές πηγές που τώρα αρχίζουν να γίνονται φανερές, όπως τα δικαιώματα
για την δημιουργία και διάθεση NFTs.
Η πρώτη πηγή εσόδων και αποδόσεων είναι μάλλον ξεκάθαρη. Τα τηλεοπτικά δικαιώματα είναι εδώ και χρόνια εξαιρετικά πολύτιμα για όλες τις ομάδες, είτε τα εισπράττουν μόνες τους είτε μέσω των ομοσπονδιών τους, που μερικές φορές διαπραγματεύονται εκ μέρους τους με τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Για τις περισσότερες ομάδες, οι τηλεοπτικές μεταδόσεις και οι διαφημίσεις που τις συνοδεύουν συνήθως αποτελούν πολύ πάνω από το 50% των ετήσιων εσόδων. Στα τηλεοπτικά δικαιώματα συμπεριλαμβάνονται πλέον και τα δικαιώματα για μετάδοση αγώνων μέσω streaming, και αυτό τα κάνει ακόμα πιο πολύτιμα, αφού το κοινό πολλαπλασιάζεται, και μαζί τα δυνητικά έσοδα από διαφημίσεις.
Η δεύτερη πηγή που αναφέραμε δεν είναι ευρέως γνωστή. Κατά την διάρκεια ενός αγώνα παράγεται ένα πλήθος δεδομένων, τα οποία διατίθενται σε εταιρείες που τα επεξεργάζονται και με την σειρά τους τα διανέμουν στις εταιρείες διενέργειας αθλητικού στοιχηματισμού, οι οποίες τα χρησιμοποιούν, βασίζοντας πάνω τους τα διάφορα στοιχήματα που προσφέρουν στους χρήστες τους. Η ταχύτατη ανάπτυξη του αθλητικού στοιχηματισμού, ιδίως μετά την νομιμοποίησή του στις ΗΠΑ, κάνει αυτά τα δεδομένα όλο και πιο πολύτιμα. Τα έσοδα των ομάδων και των ομοσπονδιών βαίνουν συνεχώς αυξανόμενα, όπως μας ενημέρωσαν και οι δύο πιο γνωστές εταιρείες επεξεργασίας των δεδομένων, η Genius Sports (GENI NYSE) και η Sportradar (SRAD NASDAQ), οι οποίες πρόσφατα εισήχθησαν στο αμερικανικό χρηματιστήριο.
Η τρίτη πηγή έχει αρχίσει να απασχολεί τις ομάδες και την επενδυτική κοινότητα τα τελευταία λίγα χρόνια. Η μεγάλη ανάπτυξη των NFT, ενός είδους ψηφιακών έργων τέχνης, έχει ήδη φτάσει και στον χώρο του αθλητισμού. Οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ενθύμιο από έναν αγώνα, ή σαν κάτι που θυμίζει την ομάδα ή τους αθλητές, μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός NFT. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τις κάρτες με τις φωτογραφίες αθλητών διαφόρων αθλημάτων, κάρτες που όταν είμαστε μικροί συλλέγαμε με διάφορους τρόπους.
Αυτές οι κάρτες γίνονται πλέον ψηφιακές, και οι ομάδες, ίσως και η ομοσπονδία, μπορούν να ελέγξουν την ροή εσόδων που μπορεί να έλθουν από την έκδοση και διάθεση. Τα αθλητικά NFT δεν περιορίζονται στις κάρτες, αφού οποιοδήποτε στιγμιότυπο από έναν αγώνα μπορεί να
μετεξελιχθεί σε ένα ψηφιακό ενθύμιο. Δεν χρειάζεται να πούμε πόσο σημαντική πηγή εσόδων μπορεί να γίνει σύντομα αυτή η δραστηριότητα.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, και μάλλον προφανές, το γεγονός πως το ενδιαφέρον των αμερικανών επενδυτών για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, αλλά και τα διεθνή ομαδικά αθλήματα, δεν θα υπήρχε χωρίς τις τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων ετών και την έκρηξη στην χρήση
του διαδικτύου. Το τηλεοπτικό streaming, τα ζωντανά διαδικτυακά αθλητικά στοιχήματα και τα NFT, μετατρέπουν σταδιακά το ποδόσφαιρο σε μία μηχανή παραγωγής ψηφιακών εσόδων. Ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος για να αντισταθούν όλοι αυτοί οι επενδυτικοί κολοσσοί.