Με το δείκτη S&P 500 στη Wall Street να χάνει γύρω στο 16% μέχρι στιγμής φέτος, η πτώση των τιμών καθιστά τις μετοχές ελκυστικές εκτιμά η BCA Research, αναβαθμίζοντας τη σύστασή της για τις παγκόσμιες μετοχές σε «overweight». Οι μετοχές διαπραγματεύονται με πολλαπλασιαστή αναμενόμενων κερδών (Ρ/Ε) στις 15,6 φορές, ενώ το πιο σημαντικό είναι ότι οι δυνάμεις που πίεσαν τις χρηματιστηριακές αγορές προς τα κάτω αρχίζουν να εξασθενούν, εκτιμά ο οίκος.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν δείχνει πλέον ότι μπορεί να μετατραπεί σε ευρύτερη σύγκρουση, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων Covid στην Κίνα έχει μειωθεί κατά 50% και ο πληθωρισμός παγκοσμίως έχει κορυφωθεί. Οι προοπτικές για τις μετοχές έχουν βελτιωθεί», αναφέρει ο οίκος σε έκθεση του. Η BCA είχε γυρίσει «ουδέτερη» στις μετοχές από «overweight» στις 28 Φεβρουαρίου.
Τα νέα μακροοικονομικά στοιχεία στις ΗΠΑ την Τετάρτη έδειξαν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ επιβραδύνθηκε τον Απρίλιο, καθώς οι τιμές βενζίνης υποχώρησαν από τα επίπεδα ρεκόρ, πιθανή ένδειξη ότι ο πληθωρισμός κορυφώθηκε ήδη αν και προβλέπεται να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα για το επόμενο διάστημα, αναγκάζοντας την κεντρική τράπεζα να κρατά το πόδι της στο φρένο για να συγκρατήσει τη ζήτηση.
Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού τον Απρίλιο επιβραδύνθηκε στο 8,3%, σημειώνοντας το πρώτο του φρενάρισμα από τον Αύγουστο του 2021. Ωστόσο, ήταν η έβδομη συνεχής άνοδος των τιμών καταναλωτή πάνω από το επίπεδο του 6%. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έτρεχε με 8,5% τον Μάρτιο και ήταν ο υψηλότερος από τον Δεκέμβριο του 1981. Η μέση εκτίμηση των οικονομολόγων περίμενε επιβράδυνση του στο 8,1%.
Οι κύριοι χρηματιστηριακοί δείκτες στη Wall Street κινούνται πτωτικά, καθώς τα στοιχεία διέψευσαν τις προσδοκίες και οι τιμές καταναλωτή σημείωσαν μεγαλύτερη άνοδο τον Απρίλιο από ότι περίμενε η αγορά, ενισχύοντας τις ανησυχίες ότι η Federal Reserve θα ακολουθήσει επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για να οδηγήσει τον πληθωρισμό χαμηλότερα.
Και το ερώτημα που πλανάται στη Wall Street παραμένει: Είναι πολύ αργά για να πουλήσεις τον Mάιο και να φύγεις κατά το λεγόμενο «sell in May and go away»;
Aν κρίνει κανείς από την ιστορία, ίσως όχι.
Σύμφωνα με την DataTrek Research, οι χρονιές στις οποίες ο δείκτης S&P 500 κλείνει με απώλειες συνήθως ξεκινούν με πτωτική πορεία από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο, όπως και η φετινή. Μετά το διάστημα αυτό ακολουθούν συνήθως πρόσθετες απώλειες μέχρι τον Οκτώβριο, στατιστικά που δικαιολογούν την επιφυλακτικότητα από την πλευρά των επενδυτών.
Η ανάλυση της DataTrek μελέτησε τις αποδόσεις του δείκτη S&P 500 από το 1958 και κατέληξε στο ότι ο δείκτης κατά μέσο όρο είχε απώλειες 5,8% στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου στις πτωτικές χρονιές. Μετά από την πτώση αυτή συνήθως ακολούθησε νέα κάθοδος της τάξης του 9,3% κατά μέσο όρο το επόμενο πεντάμηνο.
Φέτος, ο δείκτης S&P 500 σημείωσε τη χειρότερη απόδοση όλων των πτωτικών ετών με εξαίρεση το 1962 όσον αφορά στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαϊου, που σημαίνει ότι ακόμη και αν ο δείκτης καταφέρει να ανακτήσει μέρος των απωλειών του μέχρι το τέλος Μαΐου, η αρνητική του απόδοση συμπλέει με την τυπική πορεία των πτωτικών ετών που ξεκινούν με απώλειες στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαίου, σύμφωνα με την DataTrek.
Αν και στις πτωτικές χρονιές για τον δείκτη S&P 500 συνήθως σημειώνονται απώλειες από το τέλος Μαΐου μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η τελική απόδοση ολόκληρης της χρονιάς κυμαίνεται σε μεγάλο εύρος, από -30,8% το 2008 έως +3,2% το 1973. Τις τελευταίες έξη δεκαετίες, οι μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης είχαν αρνητικές αποδόσεις στις περιόδους αυτές στις 10 από τις 13 πτωτικές χρονιές.
H ιστορία δείχνει ότι μετά από απώλειες στο ξεκίνημα πτωτικών ετών, ο δείκτης S&P 500 τείνει να ταλαιπωρείται από αρνητική δυναμική μέχρι τον Οκτώβριο.