Από παράδειγμα προς αποφυγή, η ελληνική οικονομία έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς για τις καλύτερες των προσδοκιών επιδόσεις της, με αποτέλεσμα να αποτελεί πλέον θέμα συζήτησης στα επενδυτικά φόρα, αυτή τη φορά για καλό λόγο.
Πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου θα πραγματοποιηθούν διαδικτυακές συναντήσεις μεγάλων επενδυτικών οίκων που θα αναλύσουν τις προοπτικές της Ελλάδας και το ενδεχόμενο επενδύσεων τα επόμενα χρόνια, στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται με την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Οι πιο πρόσφατες θετικές ειδήσεις για την ελληνική αγορά αφορούν στο ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος σύμφωνα με την Κομισιόν θα είναι διπλάσιος του μέσου όρου της Ευρωζώνης το 2023, αλλά και τα δημοσιονομικά, με τις νέες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση φέτος και μείωσης του χρέους κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2024.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα είχε τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το 2022, κατάφερε να εμφανίσει έστω οριακό πρωτογενές πλεόνασμα, προσφέροντας ένα ισχυρό momentum και για το 2023, η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού είναι καλύτερων των εκτιμήσεων και ο πληθωρισμός εξασθένησε στο χαμηλότερο επίπεδο της Ευρώπης τον Απρίλιο.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα έχει λύσει τα οικονομικά της προβλήματα, ούτε ότι έχει καταφέρει δια μαγείας να γίνει οικονομία-πρότυπο για ολόκληρο τον πλανήτη. Το δημόσιο χρέος παραμένει από τα υψηλότερα στον κόσμο και συνεχίζουν να υπάρχουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Όμως δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο και σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την περίοδο πλήρους απαξίωσης της περασμένης δεκαετίας.
Το πόσο έχει αλλάξει η εικόνα προς το καλύτερο φαίνεται στον τρόπο που αντιμετωπίζεται πλέον η χώρα μας στα διεθνή φόρα αλλά και στη βεβαιότητα που εκφράζουν οι αναλυτές για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά τις εκλογές. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα συνεχιστεί η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης (μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις) και η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε τροχιά δημοσιονομικής σύνεσης.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρεί ταχύτερα από τις προσδοκίες, η ανεργία μειώνεται, ενώ ακόμη και ο πληθωρισμός έχει εξασθενήσει στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι έχει εξαλειφθεί η ακρίβεια.
Χθες, η Κομισιόν προχώρησε στην επί τα βελτίω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη βλέποντας πλέον διπλάσιο ρυθμό για το 2023 στο 2,4% από 1,2% προηγουμένως. Είχε προηγηθεί νωρίτερα μέσα στο έτος η αναθεώρηση από τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα στο 2,2%, ενώ πρόσφατα η Morgan Stanley έκανε λόγο για ανάπτυξη 2,5% το 2023. Για να γίνει αντιληπτό πόσο σημαντική είναι η αναθεώρηση των προβλέψεων, αρκεί να θυμίσουμε ότι πριν λίγους μήνες ολόκληρη η οικονομία της Ευρωζώνης προβλεπόταν ότι θα παλέψει με την ύφεση φέτος.
Η Ελλάδα δεν είναι πια «μαύρο πρόβατο» αλλά μία οικονομία που κάθε χρόνο ξεπερνάει τις προσδοκίες. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το ότι αναθεωρούνται οι προβλέψεις δύο και τρεις φορές και πάντα προς τα πάνω. Εκτός από τον ρυθμό ανάπτυξης, η Κομισιόν εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα υποχωρήσει κάτω από το 160% το 2024, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στο 2,4% στο ίδιο έτος.
Το 2022, η βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας ήταν η ταχύτερη μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, με την προσαρμογή στο πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να ανέρχεται στο 4,8% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με μέσο όρο 1,9% του ΑΕΠ για την ευρωζώνη. Η υπεραπόδοση κατά το 2022, σε συνδυασμό με την καλύτερη του αναμενόμενου υλοποίηση του κρατικού προϋπολογισμού στο α' τρίμηνο του 2023 δημιουργούν υψηλές προσδοκίες και για τη φετινή χρονιά.
Ενδεχομένως, λοιπόν, να μην είναι έκπληξη αν η Ελλάδα πετύχει ανάπτυξη ακόμη και μεγαλύτερη του 3% φέτος, όταν η Κομισιόν προβλέπει ρυθμό της τάξης του 2,4%. Και αυτό γιατί οι προβλέψεις μπορεί να χρειαστεί να αναθεωρηθούν ξανά, στην περίπτωση που ο τουρισμός κάνει ένα ακόμη ρεκόρ και η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης προχωρήσει ταχύτερα από το αναμενόμενο.
Ο ΟΟΣΑ για παράδειγμα είναι σίγουρο ότι θα αναγκαστεί μέσα στο χρόνο να αναθεωρήσει την πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 1,6% το 2023, αφού πρόκειται για ρυθμό χαμηλότερο ακόμη και από το 1,8% του Κρατικού Προϋπολογισμού που ήταν προϊόν συντηρητικής εκτίμησης εξαιτίας του κινδύνου της ενεργειακής κρίσης.