Σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας προσπαθώντας να διαχειριστεί κάποιες ορατές στρεβλώσεις της αγοράς στρέφεται κατά των τραπεζών, θυμίζοντας αρκετά την ιστορία με τις ενεργειακές εταιρείες. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, δεν έχει ξεκινήσει μόνο ένα κυνήγι «υπερκερδών». Στη φαρέτρα με τα βέλη συμπεριλαμβάνονται τα κόκκινα δάνεια, οι πλειστηριασμοί, οι υψηλές προμήθειες των τραπεζικών υπηρεσιών, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού καθώς και τα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων των καταθέσεων.
Και ενώ η κυβέρνηση έχει θέση στο τραπέζι κάποιες πολύ συγκεκριμένες παρεμβάσεις, τα κόμματα της αντιπολίτευσης προτείνουν έκτακτες φορολογήσεις και ανατροπές που θα προκαλέσουν ένα τσουνάμι αντιδράσεων. Άλλωστε είναι αστείο ο Σύριζα να προτείνει μέτρα για τις τράπεζες, όταν το καλοκαίρι 2015 είχε επιβάλει τα capital controls που είχαν οδηγήσει στο κλείσιμο των τραπεζών και στην καταστροφική ανακεφαλαιοποίηση του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε εξαϋλωθεί η συμμετοχή του Δημοσίου.
Ας δούμε κατ’ αρχάς που βρισκόμαστε σήμερα.
Οι τράπεζες έχουν απελευθερωθεί σε σημαντικό βαθμό από τον βρόγχο των κόκκινων δανείων που έχουν μεταβιβαστεί στα funds, που με τη σειρά τους έχουν δώσει τη διαχείριση τους στους servicers.
Οι τράπεζες έχουν κεφαλαιοποιηθεί επαρκώς, χωρίς ωστόσο οι επιπλέον ανάγκες τους σε κεφάλαια να καλύπτονται με ικανοποιητικούς όρους από τις αγορές. Αφού τα επιτόκια των ομολογιακών εκδόσεων τους, βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα της τάξης του 7% και 8%, λόγω της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.
Οι τράπεζες έχουν μειώσει δραστικά των αριθμό των φυσικών καταστημάτων τους, λόγω των αλλαγών στις συνήθειες των πελατών τους, αλλά και της ραγδαίας αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών στην καθημερινότητα των πολιτών. Σαν αποτέλεσμα ακολούθησε σημαντική μείωση των εργαζομένων, με τις τράπεζες να επωμίζονται το οικονομικό βάρος των εθελούσιων εξόδων των εργαζομένων.
Οι τράπεζες προχώρησαν σε μια ταχύτατη υιοθέτηση των ψηφιακών υπηρεσιών, που απαίτησαν και απαιτούν μεγάλες επενδύσεις, που δεν σταματούν ποτέ. Διότι ο ισχυρός ανταγωνισμός όχι μόνο μεταξύ των συστημικών τραπεζών, αλλά και απέναντι στις δεκάδες διεθνείς τράπεζες και εταιρείες fintech, απαιτεί πλέον ταχύτατες, ασφαλείς, φιλικές και πρωτότυπες εφαρμογές. Η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή των τραπεζών απαιτεί σημαντικότατους πόρους.
Γενικότερα οι ελληνικές τράπεζες, μέσα σε ένα αντίξοο κλίμα από το 2020 μέχρι σήμερα, στάθηκαν όρθιες, επιτελώντας και το κοινωνικό τους έργο, με προγράμματα στήριξης, με ρυθμίσεις δανείων και με χορηγήσεις σε επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης. Παράλληλα με μια πιο συνετή διαχείριση, κατάφεραν να μην αυξήσουν τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Προχώρησαν δε, σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ενδοεταιρικούς μετασχηματισμούς.
Σαν αποτέλεσμα η επενδυτική κοινότητα αντάμειψε τις μετοχές των τραπεζών, προσφέροντας μετά από πολλά χρόνια υπεραξίες στους μετόχους τους. Η ανοδική κίνηση των τραπεζικών μετοχών, οδήγησε και τον τραπεζοβαρή Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών πάνω από τις 900 μονάδες, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα των 30 τελευταίων ημερών.
Διάγραμμα 30 ημερών του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Και δεν είναι τυχαίο, πως ο νέος αυτός ανοδικός τραπεζικός κύκλος ενεργοποίησε το ενδιαφέρον επενδυτών από το εξωτερικό που είτε προβαίνουν σε συστηματικές αγορές μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου, όπως παρακολουθούμε στην Alpha Bank, είτε έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για να αγοράσουν το ποσοστό των μετοχών που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όπως παρακολουθούμε στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς.
Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες που ήχησαν οι σάλπιγγες της επίθεσης κατά των τραπεζών, η εικόνα του Χρηματιστηρίου μεταβλήθηκε. Όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο εβδομαδιαίο διάγραμμα του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, οι 922 μονάδες αποτελούν πλέον παρελθόν και ο Γ.Δ. αγωνίζεται εκ νέου να σταθεί πάνω από το ψυχολογικό όριο των 900 μονάδων.
Διάγραμμα 7 ημερών του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Και επειδή μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, ας δούμε πως κινήθηκαν οι τραπεζικές μετοχές των συστημικών τραπεζών, μετά από τις ανακοινώσεις περί πιθανής φορολόγησης των δήθεν υπερκερδών, περί μείωσης των επιτοκίων χορηγήσεων, περί αύξησης των επιτοκίων των καταθέσεων και περί νεών ρυθμίσεων των εξυπηρετούμενων δανείων. Και όλα αυτά, εν μέσω ενός πλαισίου που δημιουργεί προβλήματα στη διαχείριση των κόκκινων δανείων και ενός κλίματος δημιουργίας νέου κινήματος «δεν πληρώνω».
Διάγραμμα 7 ημερών EUROBANK
Διάγραμμα 7 ημερών ALPHA BANK
Διάγραμμα 7 ημερών ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ
Διάγραμμα 7 ημερών ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Η πτώση των τραπεζικών μετοχών που συμπαρέσυρε όπως είδαμε όλο το Χρηματιστήριο, οφείλεται στο γεγονός της πρόσκαιρης αποχώρησης των επενδυτών από τις τράπεζες και είναι απολύτως δικαιολογημένη. Διότι μόλις πριν από λίγες ημέρες οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί οίκοι του κόσμου, μέσω των εκθέσεων τους, είχαν δώσει αγοραστικό σήμα για τις τραπεζικές μετοχές, βασισμένο στα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα, στις προβλέψεις που απορρέουν από τα business plans των επόμενων ετών, στις ενδείξεις για διανομή μερίσματος μετά από μια δεκαετία καθώς και στο σχέδιο για πλήρη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών μέσα την επόμενη διετία.
Όμως τώρα το τοπίο αλλάζει. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας, επιθυμεί να επέμβει στα των τραπεζών. Τα θέματα που έχουν τεθεί στο τραπέζι είναι αρκετά. Τα πιο σημαντικά, όσον αφορά τις λογιστικές καταστάσεις των τραπεζών και την κερδοφορία τους είναι τα ακόλουθα.
Κόστος προμηθειών. Η αλήθεια είναι πως οι καταναλωτές είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν σχεδόν όλους τους λογαριασμούς τους με ηλεκτρονικό τρόπο. Από τα ενοίκια μέχρι το ηλεκτρικό και από τις τηλεπικοινωνίες μέχρι τις αγορές μέσω διαδικτύου. Αυτό από τη μια διευκολύνει και από την άλλη επιβαρύνει τις συναλλαγές με ένα κόστος που δεν είναι αμελητέο σε μηνιαία ή ετήσια βάση. Ωστόσο, πολλές πληρωμές μπορούν να γίνουν μέσω πιστωτικών ή και χρεωστικών καρτών με μηδενικό κόστος για τον καταναλωτή. Άλλωστε υπάρχουν και μια σειρά από πλατφόρμες και fintech εφαρμογές, εκτός τραπεζικού συστήματος που εκμηδενίζουν το κόστος. Και αυτές οι εναλλακτικές λύσεις, αγκαλιάζουν ολοένα και περισσότερους καταναλωτές.
Σύμφωνα με τις λογιστικές καταστάσεις του 9μηνου του 2022, τα έσοδα από προμήθειες ήταν 395 εκατ. ευρώ για την Eurobank, 366 εκατ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, 298 εκατ. ευρώ για την Alpha Bank και 259 εκατ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα. Φυσικά, τα ανωτέρω μεγέθη δεν αφορούν μόνο εμβάσματα, πληρωμές ή κινήσεις και μεταφορές, αλλά και προμήθειες από παροχή χρηματιστηριακών, επενδυτικών υπηρεσιών, ή προμήθειες από πωλήσεις άλλων τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Επιτόκια καταθέσεων. Τα επιτόκια των καταθέσεων στη χώρα μας είναι σχεδόν μηδενικά. Σήμερα τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου κυμαίνονται από μηδέν έως και 0,40%, με βάση μια σειρά από παραδοχές και δεσμεύσεις. Στην Ευρώπη ανάλογα με το ύψος των καταθέσεων τα επιτόκια φτάνουν μέχρι και στο 1,50%. Για παράδειγμα, στην Αυστρία είναι από 0,01% -1,00%, στο Βέλγιο 0,75%, στη Φινλανδία από 0,01% έως 1,30%, στη Γερμανία 0,20% - 1,05%, στην Ιταλία 0,75%, στην Ολλανδία 0,01%-0,80% και στην Ισπανία 0,05% - 1,50%.
Επιτόκια χορηγήσεων. Είναι γεγονός πως τα επιτόκια χορηγήσεων σε όλη την Ευρώπη έχουν αυξηθεί. Για παράδειγμα, τα στεγαστικά δάνεια στη Γερμανία ξεκινούν από 3,5% και φτάνουν στην Πορτογαλία το 8,7%, ενώ τα καταναλωτικά δάνεια ξεκινούν στην Αυστρία στο 3,5% και φτάνουν στη Φινλανδία το 26,40%.
Σύμφωνα και πάλι με τις λογιστικές καταστάσεις του 9μηνου 2022 των ελληνικών τραπεζών, τα έσοδα από τόκους ήταν 1,081 δισ. για την Eurobank, 948 εκατ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 925 εκατ. ευρώ για τη Alpha Bank και 922 εκατ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, φαίνεται πως οι λογιστικές καταστάσεις των τραπεζών είναι ικανοποιητικές, αλλά και ευάλωτες σε πολιτικές παρεμβάσεις που θα αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού, ιδιαίτερα σε μια στιγμή που οι τράπεζες μέσω των αποτελεσμάτων τους, «κτίζουν εσωτερικό κεφάλαιο» για τους χαλεπούς καιρούς.
Όπως αναφέρει και η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση της, «βραχυπρόθεσμα η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσει πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και δύναται να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών».
To πολιτικό προσωπικό της χώρας, θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο θα επιχειρήσει να παρέμβει στις τράπεζες. Διότι η επενδυτική κοινότητα, παρουσιάζει συμπτώματα δυσανεξίας απέναντι στις κρατικές παρεμβάσεις και στις αλλαγές των κανόνων του παιχνιδιού. Θα είναι κρίμα να ανατραπεί όλο το θετικό επενδυτικό τοπίο που έχει κτιστεί με κόπο για να φανεί πως οι πολιτικοί κυνηγούν τις τράπεζες για να «σώσουν τους πολίτες».