Του Απόστολου Σκουμπούρη
Την πιστοποίηση ότι τα ισχυρά ξένα χαρτοφυλάκια έχουν «παγώσει» το μεγαλύτερο τμήμα των πρωτοβουλιών τους χωρίς να αναλαμβάνουν νέα ρίσκα κάνει η παρακολούθηση των τελευταίων συνεδριάσεων στο ελληνικό χρηματιστήριο, όπου κύριο χαρακτηριστικό είναι η σημαντική μείωση της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών.
Παράλληλα, υπάρχει προβληματισμός στις τάξεις των επαγγελματιών του χώρου, για την ξεκάθαρη αδυναμία της εγχώριας αγοράς να ακολουθήσει με μεγαλύτερη ένταση την αντίδραση των ξένων χρηματιστηρίων, που όχι μόνο «επέστρεψαν» από την πρόσφατη διόρθωση λόγω του ιού από την Κίνα, αλλά είτε βρίσκονται σε νέα ιστορικά υψηλά (όπως οι δείκτες της Wall Street), είτε οδεύουν προς αυτά.
Το ελληνικό χρηματιστήριο μετά την πτώση – διόρθωση λόγω της διεθνούς ανησυχίας για τις επιπτώσεις από τον ιό, παρ' ότι έβγαλε κάποια αντίδραση μερικής αποκατάστασης και απομακρύνθηκε από την επικίνδυνη ζώνη των 900 μονάδων, εντούτοις δε δείχνει τη δυναμική που θα ανέμενε κανείς, ύστερα από την αποφόρτιση διεθνώς, αλλά και τις θετικές εξελίξεις που είχαν προηγηθεί όπως η αναβάθμιση από τη Fitch, η επιτυχής έξοδος στις αγορές και οι εξαιρετικά θετικές εκθέσεις από επενδυτικούς οίκους.
Αυτό που προβληματίζει είναι η καθίζηση του τζίρου σε επίπεδα πολύ κάτω από τις μέσες συναλλαγές τόσο του Ιανουαρίου, όσο και του μέσου τζίρου του 2019, αλλά και όλων των τελευταίων μηνών του προηγούμενου έτους.
Χθες ο τζίρος έπεσε μόλις στα 53 εκατ. ευρώ, την Τετάρτη ήταν στα 54,6 εκατ. ευρώ, την Τρίτη στα 69,6 εκατ. ευρώ και τη Δευτέρα στα 64,7 εκατ. ευρώ. Θυμίζουμε ότι οι μέσες συναλλαγές τον Ιανουάριο ήταν στα 76,92 εκατ. ευρώ, το Δεκέμβριο του 2019 ο μέσος τζίρος ήταν στα 69,7 εκατ. ευρώ, το Νοέμβριο στα 70,6 εκατ., ενώ συνολικά το περασμένο έτος οι μέσες συναλλαγές ήταν στα 67,32 εκατ. ευρώ.
Είναι εμφανές ότι τις τελευταίες ημέρες τα ισχυρά ξένα χαρτοφυλάκια τηρούν στάση αναμονής χωρίς την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών, ενώ προβληματισμό προξενεί η αδυναμία του τραπεζικού κλάδου.
Κύκλοι της αγοράς κάνουν λόγο για κίνδυνο επιστροφής στην εσωστρέφεια για την ελληνική αγορά έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση με τις τράπεζες και την εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής.
Η κόπωση του τραπεζικού κλάδου είναι εμφανής καθ' όλη τη διάρκεια των πρώτων 35 ημερών του 2020, με τον κλαδικό δείκτη να υποχωρεί σε ποσοστό 5,81% από την αρχή του χρόνου, έχοντας συμπληρώσει εφτά αρνητικά κλεισίματα στις εννέα τελευταίες συνεδριάσεις.
Την επιβεβαίωση της κόπωσης του κλάδου, ήρθε να επιβεβαιώσει και η έκθεση του αμερικανικού οίκου Goldman Sachs που προχώρησε σε υποβάθμιση των τριών εκ των τεσσάρων συστημικών μετοχών, μειώνοντας τις τιμές – στόχους, και παροτρύνοντας για επιτάχυνση στο μέτωπο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Για την Alpha Bank έδωσε τιμή στόχο τα 2,13 ευρώ, για την Πειραιώς τα 1,85 ευρώ, για την Eurobank τα 0,82 και για την ΕΤΕ τα 2,60 ευρώ. Με αφορμή αυτή την έκθεση η εικόνα του τραπεζικού κλάδου άλλαξε χθες μετά το μεσημέρι και από αρχικά κέρδη έως 1,14% γύρισε σε πτώση 1,06%, για να κλείσει τελικώς ουδέτερα (-0,03%) στις 833,77 μονάδες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο τραπεζικός δείκτης απέχει σημαντικά από το υψηλό των 924,17 μονάδων που έπιασε στη συνεδρίαση της Δευτέρας 18 Νοεμβρίου 2019, ενώ έκτοτε σημειώνει σημαντικές απώλειες κοντά στο 8%, φτάνοντας την περασμένη Δευτέρα να πέσει έως το χαμηλό των 812,59 ενδοσυνεδριακά.