Η βουτιά του δείκτη S&P 500 στη Wall Street την Τετάρτη έφερε τη χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ σε απόσταση αναπνοής από τα τεχνικά επίπεδα που ορίζουν ένα bear market. Την Παρασκευή ο S&P 500 πάτησε για σύντομο χρονικό διάστημα τη ζώνη του bear market. Παρόμοια επεισόδια τα τελευταία 100 χρόνια στις ΗΠΑ, πτώσεις της αγοράς μετοχών κατά τουλάχιστον 20%, υπήρξαν σχετικά βραχύβια. Τις τελευταίες δεκαετίες ήταν σχετικά σπάνια. Τι βλέπουν Barclays, Goldman Sachs, Deutsche Bank και ΒοfA.
Ο λόγος ήταν ότι η Federal Reserve, η κεντρική τράπεζα, ήταν πάντα έτοιμη να σώσει τη Wall Street. Όμως, η επιστροφή του πληθωρισμού άλλαξε τα πάντα. Με το λεγόμενο «Fed put» να μην είναι πλέον στο τραπέζι, το επόμενο bear market μπορεί να διαρκέσει περισσότερο και να προκαλέσει μεγαλύτερες ζημιές από ότι άλλα στην πρόσφατη μνήμη.
Το προηγούμενο bear market που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου το 2020 και διήρκεσε μόνο 33 ημέρες από την κορυφή μέχρι τον πάτο. Η πτώση αντεστράφη μετά την αντίδραση της Fed που μείωσε δραστικά τα επιτόκια και ξεκίνησε να τυπώνει χρήμα για να στηρίξει το σύστημα. Σήμερα όμως, που ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται σε υψηλό 40ετίας η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το μαγικό της ραβδί για να διορθώσει τα πάντα.
Οι ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός απλώνεται στην οικονομία προκάλεσαν ρίγη στις αγορές. Τα αποτελέσματα μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής έδειξαν ότι οι καταναλωτές μειώνουν τις δαπάνες τους στην προσπάθεια να τα βγάλουν πέρα. Οι επενδυτές αφαίρεσαν σχεδόν το 25% της χρηματιστηριακής αξίας της Target μετά την πτώση των κερδών της κατά 50%, αφού αναγκάστηκε να προβεί σε εκπτωτικές τιμές. Η Walmart έχασε πάνω από 17% μετά την ανακοίνωση αδύναμων αποτελεσμάτων.
Τα μεγαθήρια λιανικής αρχίζουν να εμφανίζουν τις επιπτώσεις της πίεσης στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών που επικεντρώνονται στα αναγκαία αγαθά. Το ταρακούνημα ήλθε μια ημέρα μετά τη δέσμευση του επικεφαλής της Fed ότι η κεντρική τράπεζα θα ανεβάσει τα επιτόκια όσο χρειαστεί για να δώσει τέλος στην έξαρση του πληθωρισμού.
Το αφήγημα τώρα αρχίζει να ενσωματώνει και τους φόβους για το ενδεχόμενο ύφεσης. Δύο μεγάλες επενδυτικές τράπεζες σε εκθέσεις τους προβλέπουν περισσότερο σφυροκόπημα στη χρηματιστηριακή αγορά μετά τη βουτιά της Τετάρτης, που ήταν η μεγαλύτερη ημερήσια πτώση τα τελευταία δύο χρόνια.
Η Barclays βλέπει πίεση στα περιθώρια των αμερικανικών επιχειρήσεων και στη μελλοντική τους κερδοφορία λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων όπως η στροφή της Fed προς σφιχτότερη νομισματική πολιτική, ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα αυστηρά lockdown στην Κίνα. Δεδομένων των αρνητικών καταλυτών τα ρίσκα για τον δείκτη S&P 500 είναι για περαιτέρω απώλειες, καταλήγει.
Η Goldman Sachs δίνει 35% πιθανότητα για μία ύφεση στις ΗΠΑ τα επόμενα δύο χρόνια. Ο δείκτης αναφοράς S&P 500 έχει χάσει πάνω από 18% φέτος, ενώ ο δείκτης Nasdaq γύρω στο 27% μετά την κατρακύλα των μετοχών τεχνολογίας. Σχεδόν τα δύο τρίτα των μετοχών που απαρτίζουν τον S&P 500 έχουν απώλειες άνω του 20% από την κορυφή τους.
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, στις 12 υφέσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αμερικανικές μετοχές κατά μέσο όρο είχαν απώλειες της τάξης του 24% από την κορυφή έως τον πάτο. Αν η ιστορία επαναληφθεί, μια πτώση τέτοιου μεγέθους από την κορυφή του Ιανουαρίου θα φέρει τις μετοχές 11% χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα.
Πιο απαισιόδοξη είναι η Deutsche Bank που εκτιμά ότι ο δείκτης S&P 500 θα πέσει στις 3.000 μονάδες σε περίπτωση που η οικονομία των ΗΠΑ, η μεγαλύτερη του κόσμου, εισέλθει σε ύφεση. Ο δείκτης βρισκόταν στις 3.899 μονάδες την Πέμπτη.
Από τους μικροεπενδυτές μέχρι και τους συνταξιούχους, η φετινή πτώση των μετοχών αλλά και των τιμών ομολόγων έχει φέρει τα πάνω κάτω στα χαρτοφυλάκια. Οι επενδυτές είχαν απολαύσει την αύξηση της περιουσίας τους στο ράλι των αγορών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Σε αντίθεση με προηγούμενες διορθώσεις αυτή τη φορά η πτώση σφυροκόπησε και τις τιμές των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, ανεβάζοντας τις αποδόσεις. Το διπλό γρονθοκόπημα άρχισε όταν η Federal Reserve άρχισε να αντιστρέφει τη διευκολυντική νομισματική πολιτική που στήριξε την οικονομία στην πανδημία.
Υπό κανονικές συνθήκες τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνται ως η ασφαλέστερη επένδυση. Ωστόσο, μέχρι στιγμής φέτος ο δείκτης κρατικών ομολόγων ICE της BofA σημειώνει απώλειες 9,3%. Πρόκειται για το χειρότερο ξεκίνημα χρονιάς για τα αμερικανικά Treasuries από το 1830, σύμφωνα με την Deutsche Bank. Οι απώλειες στα ομόλογα έχουν πλήξει επενδυτές που βασίζονταν στο εισόδημα από τις τοποθετήσεις σε ομόλογα ως μαξιλάρι για δυνητικές ζημιές από τις μετοχές.
Είναι μια ασυνήθιστη συγκυρία που σίγουρα τεστάρει την υπομονή των επενδυτών και μπορεί να έπονται και χειρότερα πριν η κατάσταση βελτιωθεί.
Το διπλό χτύπημα σε μετοχές και ομόλογα ανατρέπει τη στρατηγική της κατανομής χαρτοφυλακίων και στις δύο κατηγορίες. Το fund 60/40 της BlackRock που ακολουθεί την αντίστοιχη τακτική, κατανέμοντας το 60% του ενεργητικού σε μετοχές και το υπόλοιπο 40% σε τίτλους σταθερού εισοδήματος για να περιορίσει το ρίσκο καταγράφει ζημιές 12% από την αρχή της φετινής χρονιάς, δηλαδή τη χειρότερη του απόδοση από το 2006, τότε που ξεκίνησε.
Η άποψη ότι τα επιτόκια θα παρέμεναν χαμηλά κατάφερε να διεισδύσει παντού, στην αντίληψη των επενδυτών, στις προβλέψεις για την πορεία της αγοράς, στις πληθωριστικές προσδοκίες, στα μοντέλα αποτιμήσεων, στα ποσοστά μόχλευσης, στις τιμές της αγοράς στέγης, στις βαθμολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας και στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων.
Τώρα που το κόστος χρήματος άρχισε να αυξάνεται οι κίνδυνοι βγαίνουν από τα χειμερία νάρκη. Αν τα πολύ χαμηλά επιτόκια συνέβαλαν στις φούσκες παντού, τότε σημαίνει ότι σχεδόν τα πάντα αντιμετωπίζουν ρίσκο από την άνοδο των επιτοκίων.