Επενδυτικές επιλογές σε περιόδους πληθωρισμού
Shutterstock
Shutterstock

Επενδυτικές επιλογές σε περιόδους πληθωρισμού

Στις περισσότερες δυτικές χώρες είναι φανερό πως τους τελευταίους μήνες έχει ανακοπεί η έντονα ανοδική τάση του πληθωρισμού.

Είτε μιλάμε για τις ΗΠΑ είτε για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται πως έχουμε δει την κορυφή των πληθωριστικών επιδόσεων, υπό την προϋπόθεση πως δεν θα ζήσουμε σύντομα ένα νέο επεισόδιο αύξησης των τιμών στα καύσιμα, τις πρώτες ύλες και τα αγροτικά προϊόντα.

Σκοπίμως δεν αναφερθήκαμε στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς εξακολουθεί και εμφανίζει τον υψηλότερο πληθωρισμό, σε σημαντικό βαθμό λόγω των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας της χώρας. Παρά το γεγονός πως έχει μάλλον ανακοπεί η επιθετικά ανοδική τάση του πληθωρισμού, αυτός παραμένει σε αρκετά υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις τελευταίες δεκαετίες και αρκετά πιο ψηλά από τον στόχο του 2% που έχουν θέσει εδώ και πολλά χρόνια οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες.

Το 5% που ήταν ο ετήσιος πληθωρισμός στις ΗΠΑ για τον Μάρτιο που μας πέρασε δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό νούμερο και ακόμα πιο υψηλό και ανησυχητικό είναι το 5,6% του δομικού πληθωρισμού για το ίδιο διάστημα.

Ακόμα πιο υψηλές είναι οι επιδόσεις του πληθωρισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού ο ετήσιος πληθωρισμός για τον Μάρτιο ήταν 6,9%, πολύ πιο κάτω από το 10,6% του Οκτωβρίου αλλά πολύ πιο πάνω από τον στόχο του 2%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός σημείωσε νέο ρεκόρ στο 7,5% (ο δομικός πληθωρισμός δεν λαμβάνει υπόψη του τις μεταβολές στις τιμές των καυσίμων και των τροφίμων). 

Έτσι όπως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή, παρά το γεγονός πως η κατάσταση στο μέτωπο του πληθωρισμού έχει βελτιωθεί τους τελευταίους μήνες είναι βέβαιο πως οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών παραμένουν εξαιρετικά ανήσυχοι.

Αυτό σημαίνει πως κατά πάσα πιθανότητα θα δούμε και άλλες αυξήσεις στα επιτόκια αναφοράς, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βεβαιότητα αυτή κλονίστηκε πριν μερικές εβδομάδες όταν είχαμε τις περιπέτειες διαφόρων τραπεζών στις ΗΠΑ και την Ελβετία, αλλά επανέρχεται σταδιακά αφού τα πράγματα στον τραπεζικό κλάδο φαίνεται να μην είναι τελικά τόσο άσχημα και οι κεντρικοί τραπεζίτες νιώθουν πως η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων δεν θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις αγορές και την οικονομία. 

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τους επενδυτές και τις αγορές; Πρώτα απ’ όλα πως δεν πρόκειται να απαλλαγούμε σύντομα από τον βραχνά του πληθωρισμού και των επιτοκίων που έχουν ανεβεί στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαπενταετίας για να τον καταπολεμήσουν. Οι αγορές έχουν σπεύσει να προεξοφλήσουν το τέλος της διαδικασίας αυξήσεων των επιτοκίων αρκετές φορές από πέρυσι το φθινόπωρο αλλά μάλλον είναι λίγο βιαστικοί.

Όσο η οικονομία δεν δείχνει σημάδια έντονης αδυναμίας και οι αγορές μετοχών και ομολόγων εξακολουθούν να είναι σχετικά ήρεμες, είναι δύσκολο να δούμε την αλλαγή πορείας των κεντρικών τραπεζών και την έναρξη της πορείας αποκλιμάκωσης των επιτοκίων αναφοράς. Τα υψηλά επιτόκια και οι συνέπειες του πληθωρισμού θα μας απασχολούν για αρκετούς μήνες ακόμα και θα καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές των επενδυτών. 

Μιλώντας λοιπόν για επιλογές, ειδικά αυτή την στιγμή που οι χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται πολύ πιο κοντά στα υψηλότερα σημεία των τελευταίων δώδεκα μηνών απ’ ότι στα χαμηλότερα, ξεκινάμε από την προφανή: την επένδυση σε βραχυπρόθεσμους δανειακούς τίτλους του αμερικανικού δημοσίου, για όσους επενδύουν σε δολάρια ΗΠΑ και τους αντίστοιχους σε χώρες της Ευρωζώνης και στο Ηνωμένο Βασίλειο για τους επενδυτές σε Ευρώ και λίρα Αγγλίας.

Αναφερόμαστε σε βραχυπρόθεσμους τίτλους γιατί αυτοί δίνουν μεγάλη ευελιξία στους επενδυτές, όπως και τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι ετήσιες αποδόσεις των εξαμηνιαίων τίτλων βρίσκονται αυτές τις μέρες κοντά στο 5% και αυτές των ετήσιων τίτλων στο 4,70%.

Αυτή η απόδοση μπορεί να μην φαίνεται πολύ μεγάλη αλλά είναι απόλυτα σίγουρη και ο επενδυτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να ρευστοποιήσει τους τίτλους και να επενδύσει σε κάτι λιγότερο ασφαλές αν κρίνει πως πρέπει να το κάνει.

Οι αντίστοιχοι τίτλοι ετήσιας διάρκειας στις χώρες της Ευρωζώνης αποδίδουν λίγο πάνω από 3,2%, αρκετά χαμηλότερα από τους αμερικανικούς αλλά και πάλι παρέχουν ασφάλεια σε όποιον φοβάται αυτή την στιγμή μία επένδυση μεγαλύτερου ρίσκου. Η «γοητεία» αυτής της επενδυτικής επιλογής έγκειται στο ότι ο επενδυτής δεν φοβάται καθόλου πιθανή απώλεια στα κεφάλαιά του και προσβλέπει και σε μία μικρή απόδοση.

Σε ένα χρηματιστηριακό περιβάλλον όπου οι αγορές κινούνται με σχετική αισιοδοξία την στιγμή που ακόμα δεν έχουν φανεί πλήρως οι επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων και του πληθωρισμού στην οικονομία και τις επιδόσεις των επιχειρήσεων, αυτή η σιγουριά είναι εξαιρετικά σημαντική. 

Προφανώς, υπάρχουν και άλλες επιλογές για όποιον λαμβάνει σοβαρά υπόψιν του τον πληθωρισμό, τα υψηλά επιτόκια και την πιθανότητα διολίσθησης της οικονομίας σε κατάσταση ύφεσης. Μόνο που όλες έχουν και το δικό τους ρίσκο. Η αγορά πολύτιμων μετάλλων ή η επένδυση στις μετοχές που εξορύσσουν χρυσό ή ασήμι είναι μια πολύ λογική επιλογή σε καιρούς αβεβαιότητας, ειδικά την στιγμή που υπάρχουν και έντονες γεωπολιτικές αναταράξεις.

Το πρόβλημα εδώ είναι πως αυτές οι επενδύσεις έχουν μεγάλη ευαισθησία στις εκτιμήσεις για την πορεία των επιτοκίων και στις μεταβολές της ισοτιμίας του αμερικανικού δολαρίου. Η συμπεριφορά των πολύτιμων μετάλλων τις τελευταίες εβδομάδες δείχνει πως οι επενδυτές κοιτάζουν λίγο πιο μακριά και εκτιμούν πως είμαστε κοντά στην κορύφωση της ανοδικής πορείας των επιτοκίων, πράγμα που σημαίνει πως και το αμερικανικό δολάριο δεν έχει σημαντικά περιθώρια ανόδου.

Ακόμα και αν τα επιτόκια παραμείνουν για αρκετούς μήνες στα τωρινά ή λίγο υψηλότερα επίπεδα, τα πολύτιμα μέταλλα δεν θα υποχωρήσουν σημαντικά από τα επίπεδα των τελευταίων εβδομάδων και θα κινηθούν δυναμικά προς τα πάνω όταν εκτιμηθεί πως πλησιάζουμε στις πρώτες μειώσεις επιτοκίων.

Ο κίνδυνος εδώ είναι απλός και σαφής: αν οι επόμενες μετρήσεις του πληθωρισμού στις ΗΠΑ είναι πιο δυνατές από το αναμενόμενο, θα αλλάξουν προς τα πάνω οι εκτιμήσεις για τα επιτόκια του δολαρίου, με αποτέλεσμα την εκ νέου ενίσχυση του αμερικανικού νομίσματος και την σχεδόν βέβαιη εξασθένιση των πολύτιμων μετάλλων. 

Συνήθως όταν βρισκόμαστε σε πληθωριστικό περιβάλλον αρκετοί επενδυτές στρέφονται σε αυτά που συνήθως ονομάζονται «πραγματικές» αξίες, όπως οι πρώτες ύλες ή η επένδυση σε γη και ακίνητη περιουσία. Την στιγμή που υπάρχει σημαντική πιθανότητα για υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως τουλάχιστον μας λένε οι κεντρικοί τραπεζίτες αλλά και οι επικεφαλής των μεγάλων εμπορικών τραπεζών των ΗΠΑ, αυτή η κίνηση εμπεριέχει σίγουρα ένα παραπάνω ρίσκο.

Μία εναλλακτική λύση, τουλάχιστον όσον αφορά στις πρώτες ύλες, είναι η επένδυση σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εξόρυξη ορυκτών και μετάλλων και οι οποίες είναι πολύ πιθανόν να αποτελέσουν στόχο εξαγοράς από μεγάλες εταιρείες του χώρου οι οποίες αναζητούν τρόπους να αυξήσουν το μέγεθός τους χωρίς να υποχρεωθούν να αναζητήσουν μόνοι τους νέα ορυχεία, κάτι που είναι αρκετά δύσκολο αυτή την εποχή.

Η έντονη δραστηριότητα των τελευταίων μηνών, κυρίως στις εταιρείες που εξορύσσουν χαλκό και λίθιο δείχνει πως αυτή η στρατηγική είναι αρκετά λογική και πιθανώς ανεξάρτητη από τις εξελίξεις στον τομέα του πληθωρισμού και των επιτοκίων, παρά το προφανές γεγονός πως εμπεριέχει αρκετό κίνδυνο.

Πέρα από ό,τι είπαμε μέχρι τώρα, εννοείται πως οι επενδυτές που διαθέτουν ρευστότητα μπορούν να εκμεταλλεύονται τις πιθανές πτωτικές κινήσεις των αγορών για να προβαίνουν σε τοποθετήσεις μεσοπρόθεσμου ή μακροπρόθεσμου χαρακτήρα σε σοβαρές μεγάλες δοκιμασμένες επιχειρήσεις.

Ο κάθε επενδυτής διαλέγει τον τρόπο με τον οποίον θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ενός περιβάλλοντος υψηλού πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων. Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχνά είναι πως πρέπει να έχει στο νου του πως σε καιρούς αβεβαιότητας η ευελιξία και η διακράτηση ρευστών διαθεσίμων είναι ίσως τα δύο πλέον απαραίτητα χαρακτηριστικά μίας επενδυτικής στρατηγικής.