Στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στρέφουν το βλέμμα οι αγορές μετά το χθεσινό μίνι κραχ με απώλειες έως και 6% στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Η ΕΚΤ καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να δράσει προληπτικά για να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σε μία συγκυρία που οι τράπεζες ανά την υφήλιο δέχονται ασφυκτικές πιέσεις.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ θα ήταν, υπό… φυσιολογικές συνθήκες, ένα σχεδόν non-event υπό την έννοια ότι η Κριστίν Λαγκάρντ έχει εδώ και ένα μήνα προαναγγείλει ότι θα αυξηθούν τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης. Επειδή όμως δεν ζούμε σε φυσιολογικές συνθήκες, η συγκέντρωση των κεντρικών τραπεζιτών λαμβάνει πολύ κρισιμότερες διαστάσεις μετά τις ραγδαίες εξελίξεις με την Credit Suisse.
Πληροφορίες του Liberal αναφέρουν ότι το γερμανικό λόμπι κάνει ήδη πίσω και δεν πρόκειται να ασκηθούν πιέσεις από τα «γεράκια» για να γίνει πιο αυστηρή η ρητορική της ΕΚΤ στο θέμα των επιτοκίων.
Χθες, το liberal.gr έγραφε ότι παρά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και των άλλων δύο αμερικανικών περιφερειακών τραπεζών, οι εκτιμήσεις των ειδικών ήθελαν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ να αυξάνεται τελικά στο 4% κάποια στιγμή στους επόμενους μήνες. Ωστόσο, από χθες μέχρι σήμερα πολλά άλλαξαν γιατί σε τέτοιες εποχές ζούμε, όπου όλα είναι ρευστά και κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει αύριο.
Η Saudi National Bank της Σ. Αραβίας, ο μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse, ανακοίνωσε ότι δεν θα προσφέρει περαιτέρω οικονομική βοήθεια και πλέον ολόκληρη η Γηραιά Ήπειρος προσπαθεί να καταλάβει αν αυτό που βιώνει είναι μία «στιγμή Lehman Brothers».
Τα χρηματιστήρια βάφτηκαν κόκκινα και οι τραπεζικές μετοχές πέφτουν θύματα μαζικών ρευστοποιήσεων. Οι δείκτες σε Λονδίνο, Φρανκφούρτη, Παρίσι, Μαδρίτη και Μιλάνο έκλεισαν με πτώση από 3,2% έως 4,6% και στην Αυστρία οι απώλειες ξεπέρασαν το 6%.
Κάπως έτσι, η σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ απέκτησε άλλο, πολύ πιο κρίσιμο, σχεδόν συστημικό, χαρακτήρα. Και αυτό γιατί οι επενδυτές αποδεικνύουν με τις μαζικές ρευστοποιήσεις ότι ανησυχούν για την ανθεκτικότητα των τραπεζών γενικότερα και όχι μόνο των αμερικανικών. Η ΕΚΤ πλέον καλείται να λάβει υπόψη τον κίνδυνο να εξελιχθούν σε χιονοστιβάδα οι ανησυχίες για τις τράπεζες και να επιδεινωθούν σε υπερβολικό βαθμό οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες.
Τα σενάρια είναι τρία:
Το πρώτο σενάριο είναι να ανακοινωθεί η κατά 0,50% αύξηση των επιτοκίων από την Λαγκάρντ, μία αύξηση που είχε προαναγγείλει στη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου και στη συνέχεια να δηλώσει ότι οι αποφάσεις στο εξής θα λαμβάνονται με βάση το πως εξελίσσονται οι συνθήκες. Θα προσπαθήσει επίσης να καθησυχάσει τους επενδυτές ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες.
Το δεύτερο σενάριο είναι να πατήσει απότομα φρένο. Να μην προχωρήσει δηλαδή στην αύξηση των επιτοκίων επικαλούμενη την επιδείνωση των συνθηκών, μεταθέτοντας τις όποιες αποφάσεις για τον Μάιο. Σε αυτή την περίπτωση οι αγορές σίγουρα θα αντιδράσουν θετικά, πανηγυρίζοντας κατά κάποιο τρόπο για το γεγονός ότι σταματούν οι αυξήσεις επιτοκίων.
Το τρίτο, χειρότερο αλλά και λιγότερο πιθανό, σενάριο είναι να αυξήσει τα επιτόκια η ΕΚΤ και να δηλώσει η Λαγκάρντ ότι η επιθετική πολιτική θα συνεχιστεί καθώς πρώτος στόχος είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού. Στην ΕΚΤ γνωρίζουν ότι μία τέτοια στρατηγική θα τίναζε στον αέρα τις αγορές και γι’ αυτό θεωρείται απίθανο να την ακολουθήσει.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ θα κληθεί να απαντήσει στο εξής ερώτημα: Έχει σημασία να τρέχει πίσω από τον πληθωρισμό όταν υπάρχουν ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας; Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι ότι ενώ μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008, έχουν ενισχυθεί σημαντικά τα εποπτικά και ρυθμιστικά πλαίσια, τόσο σε επίπεδο κεφαλαιακών αποθεμάτων όσο και σε επίπεδο ρευστότητας, δεν έχουν δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη.
Και η υπόθεση της Credit Suisse θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει την πρώτη τέτοια δοκιμασία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η θέση της ΕΚΤ είναι εξαιρετικά δύσκολη. Από τη μία μπορεί να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων επικαλούμενη τις ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όμως μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι βάζει σε δεύτερη μοίρα την αποστολή της προστασίας των τιμών.
Από την άλλη, αν συνεχίσει στη γραμμή που έχει χαράξει με στόχο να νικήσει τον πληθωρισμό, χωρίς να λάβει υπόψη της το διεθνές sell-off στα χρηματιστήρια, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι να αυξήσει τα επιτόκια κατά 0,50% και μετά να πατήσει «pause» μέχρι να βελτιωθεί το κλίμα στις αγορές. Απαντήσεις, ωστόσο, θα χρειαστούν και σε ό,τι αφορά τον συστημικό κίνδυνο της Credit Suisse…