Μέσα σε μια πτώση που δε λέει να σταματήσει, κινούνται οι χρηματιστηριακές αγορές, οι αγορές των ομολόγων, των αμοιβαίων κεφαλαίων και των κρυπτονομισμάτων. Και κάθε ανάπαυλα σε αυτήν την πτώση, κάθε ανάσα, δε δημιουργούν ελπίδες ανοδικής αντίδρασης, αλλά προσδίδουν καινούργια ορμή προς τα κάτω. Δεν είναι τυχαίο ότι την περασμένη Τετάρτη ο δείκτης Dow Jones Industrial Average, έχασε για τέταρτη φορά μέσα στο 2022, 900 μονάδες μέσα σε μια συνεδρίαση, κάτι που δεν είχε συμβεί το 2021. Παράλληλα, το πρώτο τετράμηνο του 2022, ήταν το χειρότερο από το 1939 για τον δείκτη S&P 500.
Ειδικά ο δείκτης S&P 500, διαπερνά καθοδικά με ιδιαίτερη ευκολία κάθε επίπεδο στήριξης των τιμών του, με βάση τις αρχές της τεχνικής και διαγραμματικής ανάλυσης, έχοντας απολέσει κοντά στις 1.000 μονάδες από το υψηλά 52 εβδομάδων και τις 4.817,18 μονάδων.
Και οι επιβάτες πάνω στο τραινάκι του τρόμου, αντιλαμβάνονται ότι σε αυτή τη φάση, έχουν σπάσει τα φρένα και ότι δεν έχουν αγοράσει εισιτήριο μιας διαδρομής, αλλά εισιτήριο διαρκείας σε μια πτώση δίχως τέλος.
Αρκετοί παρομοιάζουν τη σημερινή κατάσταση σαν τον χρηματιστηριακό Τιτανικό, που δεν διαθέτει αρκετές σωσίβιες λέμβους. Στο ναυάγιο του Τιτανικού, είχαν διασωθεί μόνο όσοι είχαν καταφέρει να επιβιβασθούν στις λιγοστές σωσίβιες λέμβους. Οι υπόλοιποι, είχαν πνίγει στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού, μετά από την πρόσκρουση με το παγόβουνο. Από τους 2.224 επιβαίνοντες, είχαν καταφέρει να διασωθούν μόλις 700. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι τη στιγμή που το υπερωκεάνιο βυθιζόταν, περισσότεροι από χίλιοι επιβάτες και μέλη του πληρώματος, δεν είχαν προλάβει καν, να το εγκαταλείψουν.
Το σημερινό χρηματιστηριακό παγόβουνο το είδαμε, η βύθιση συνεχίζεται και αναζητούνται ματαίως χρηματιστηριακές σωσίβιες λέμβοι, καθώς οι λέξεις «ασφάλεια» και «σιγουριά», απουσιάζουν από την γκάμα των επενδυτικών προϊόντων. Τα μετρητά δεν αποτελούν σωσίβιο, διότι τα «τρώει» ο πληθωρισμός. Ούτε ο χρυσός προσφέρει τη σιγουριά που όλοι περίμεναν. Αλλά ούτε και ο «ψηφιακός χρυσός» των κρυπτονομισμάτων.
Οπότε χωρίς σωσίβιο, το ερώτημα πλέον μετατοπίζεται στον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής, που θα σταματήσει η πτώση. Ωστόσο, η στιγμή αυτή αργεί. Και εξηγούμεθα.
Ο πληθωρισμός που δεν οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης, αλλά στη στρέβλωση της προσφοράς με βάση γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά αίτια, προφανώς και δεν πρόκειται να αποκλιμακωθεί από την αύξηση των επιτοκίων. Που με τη σειρά της, αυτή η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει όχι απλά σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά πιθανότατα και σε ύφεση, όπως πολύ εμπεριστατωμένα ανάπτυξε στο χθεσινό του άρθρο, ο Σπύρος Αλεξόπουλος.
Διότι αφού δεν μπορείς να παρέμβεις στην προσφορά, δηλαδή στο να πείσεις τη Ρωσία να ομαλοποιήσει την αγορά φυσικού αερίου και πετρελαίου, ή την Ινδία να σταματήσει την απαγόρευση εξαγωγής σιτηρών ή την Ινδονησία να διακόψει την απαγόρευση εξαγωγών φοινικέλαιου, η προσπάθεια να συμπιέσεις τη ζήτηση, μέσω της αύξησης του κόστους χρήματος, ενέχει υφεσιακούς κινδύνους.
Οπότε η επενδυτική κοινότητα, δεν μπορεί να προσδιορίσει όχι μόνο το πότε θα ανακάμψουν οι χρηματιστηριακές αγορές, αλλά και το πότε θα σταματήσει η πτώση. Μια πτώση που στο πέρασμα της εξαϋλώνει χαρτοφυλάκια όπως αυτά της ARK, διαψεύδει επενδυτικά στερεότυπα όπως αυτά της «ψηφιακής γης της επαγγελίας» και ανατρέπει τα επιχειρησιακά αναπτυξιακά πλάνα πολλών εταιρειών, που βλέπουν ότι η πρόσβαση τους στις αγορές χρήματος γίνεται πλέον δύσκολη και ακριβή.
Μια πτώση, κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι ανεξαιρέτως οι συμμετέχοντες, θα πληρώσουν το κόστος του ρίσκου, που συνειδητά ή ασυνείδητα είχαν αναλάβει. Θα πληρώσουν ταυτόχρονα και το μάθημα, που λέει ότι άλλο πράγμα είναι η οικονομία και οι αριθμοί, και άλλο πράγμα οι προσδοκίες. Ειδικά όταν οι υπερβολικές προσδοκίες συνθλίβονται σήμερα ανάμεσα στην ύφεση και στο ακριβό κόστος χρήματος.
Ας σημειώσουμε ότι μπροστά μας είναι ανοικτό, το ενδεχόμενο της υφεσιακής πορείας της Κίνας, της έκρηξης του χρέους των αναδυόμενων αγορών σε δολάρια, της αποτυχίας ορισμένων κρατών να αντιμετωπίσουν την επισιτιστική κρίση, καθώς και της μαζικής αθέτησης υποχρεώσεων πολιτών, επιχειρήσεων, οργανισμών και κρατών. Ενδεχόμενα, που δεν επιτρέπουν στους επενδυτές, να επιστρέψουν στις αγορές με ήρεμη σκέψη.