Μετά από μια από τις χειρότερες χρηματιστηριακές εκκινήσεις εδώ και δεκαετίες φέτος η αγορά φαίνεται να έχει προσδεθεί για επερχόμενη καταιγίδα, ωστόσο, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι ο κίνδυνος ύφεσης έχει πλήρως προεξοφληθεί.
Οι λόγοι για τη φετινή τσουλήθρα του 15% - 20% στους δείκτες αναφοράς είναι γνωστοί, ανοδικά επιτόκια για να ελεγχθεί η έξαρση του πληθωρισμού μετά την πανδημία που εντάθηκε από το σοκ στις τιμές ενέργειας και τροφίμων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, πίεση στα οικονομικά των νοικοκυριών και τα περιθώρια των επιχειρήσεων, γεωπολιτικοί κίνδυνοι, αυστηρά lockdown στην Κίνα που επιβραδύνουν την ανάπτυξη και επίμονα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Μπορεί η καλοκαιρινή σεζόν να μετριάζει τις άμεσες πιέσεις στην ενέργεια, αλλά παραμένει η αβεβαιότητα με το τι θα γίνει στην Ευρώπη τον ερχόμενο χειμώνα αν σταματήσουν οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Δεν πρέπει να εκπλήσσει η προειδοποίηση από τους οικονομολόγους για τον κίνδυνο παγκόσμιας ύφεσης, παρόλο που πολλές οικονομίες στον κόσμο δείχνουν να σερφάρουν σε ένα κύμα ανάκαμψης μετά την πανδημία.
Το κύριο ερώτημα παραμένει αν η Federal Reserve στις ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να σφίξουν τη νομισματική πολιτική περισσότερο σε συσταλτική ζώνη που θα επιβραδύνει την ανάπτυξη, ώστε να πέσει ο πληθωρισμός ή αν η ανάπτυξη θα χάσει τη δυναμική της πριν αναγκαστούν να οδηγήσουν τα επιτόκια πάνω από την ουδέτερη ζώνη, που απέχει ακόμη γύρω στις 150 μονάδες βάσης από τα τρέχοντα επίπεδα.
Όπως και να το δει κανείς, δεν πρόκειται για μια όμορφη εικόνα για το τι ξημερώνει στην παγκόσμια οικονομία.
Πρόσφατα, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας David Malpass δεν έκρυψε τις ανησυχίες του, δηλώνοντας ότι είναι δύσκολο να δει πως θα αποφύγουμε μια ύφεση. Στην Ουάσινγκτον το Institute for International Finance μείωσε την πρόβλεψή του για την παγκόσμια ανάπτυξη σε μόλις 2,3% φέτος, εκτιμώντας ότι το ρίσκο παγκόσμιας ύφεσης είναι αυξημένο.
Μεγάλες τράπεζες όπως η Deutsche Bank και η Wells Fargo προβλέπουν ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ τους επόμενους 12 με 18 μήνες, ενώ αρκετοί επενδυτικοί οίκοι βλέπουν την Ευρώπη σε ύφεση φέτος.
Τα μακροοικονομικά στοιχεία φέρνουν αρνητικές εκπλήξεις, με τους δείκτες στις ΗΠΑ και την Κίνα να στέλνουν πιο αρνητικά σήματα απ' ότι κατά τη διάρκεια της μετάλλαξης Όμικρον πριν ένα εξάμηνο και αυτή τη φορά, όταν οι τιμές πετρελαίου είναι 50% υψηλότερες από το περασμένο φθινόπωρο και τα 10ετη επιτόκια στο δολάριο σχεδόν στο 3%, να έχουν διπλασιαστεί από το Νοέμβριο. Ρωγμές εμφανίζει και ο κλάδος ακινήτων στέγασης στις ΗΠΑ κάτω από το βάρος του αυξημένου κόστους για υλικά και των υψηλότερων επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια.
Το συμπέρασμα είναι ότι η μεγάλη πτώση στις τιμές των μετοχών ήταν δικαιολογημένη. Το ερώτημα πλέον είναι αν η βουτιά ήταν αρκετή ή θα έχει συνέχεια. Να περιμένουμε μια νέα κατάδυση;
Με τις μετοχές του κλάδου της τεχνολογίας που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στα επιτόκια να έχουν υποστεί το μεγαλύτερο χτύπημα και τον δείκτη Nasdaq να χάνει 25% μέχρι στιγμής φέτος, ο πειρασμός είναι να θεωρήσει κανείς ότι πολλά από τα αρνητικά έχουν ήδη προεξοφληθεί στην αγορά.
Οι αποτιμήσεις που βασίζονται στους πολλαπλασιαστές (Ρ/Ε) των εκτιμώμενων κερδών καταγράφουν πτώση 25% με 30% στις ΗΠΑ και την Ευρώπη από τον Ιανουάριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει υπάρξει σημαντική αναθεώρηση προς τα κάτω της συνολικής κερδοφορίας για το επόμενο 12μηνο και το 2023 ακόμη, παρά τις γκρίζες προοπτικές σε πολλές επιχειρήσεις τεχνολογίας ή συνδρομητικών ψηφιακών υπηρεσιών, όπως και επιχειρήσεων με έκθεση στην Κίνα και σε ελλείψεις ημιαγωγών.
Παρόλο που υπήρξε διόρθωση στις ακριβές αποτιμήσεις των επιχειρήσεων της Wall Street, παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο 30 ετών και απλά έχουν επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα. Η εικόνα είναι ελαφρώς καλύτερη στην Ευρώπη. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για τη μελλοντική κερδοφορία είναι ίσως η πιο ανησυχητική πλευρά των σημερινών αποτιμήσεων.
Μετά από τα πολλά σοκ και τις αυξήσεις επιτοκίων από τον Ιανουάριο, συνολικά οι εκτιμήσεις για την αύξηση κερδοφορίας των επιχειρήσεων του δείκτη S&P500 έχουν αυξηθεί πάνω από 1% και αυτές για το 2023 κατά λιγότερο από 10%.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που φοβούνται ότι επίκειται νέα κατάδυση των μετοχών, αν επιβεβαιωθούν οι ανησυχίες για ύφεση. Αν οι προβλέψεις για την κερδοφορία αναθεωρηθούν χαμηλότερα τους επόμενους μήνες και στα αποτελέσματα δεύτερου τριμήνου, θα γίνουν οι μετοχές πιο ακριβές πάλι ή θα ακολουθήσει νέα προσαρμογή των τιμών προς τα κάτω;
To ερώτημα είναι αν η χρηματιστηριακή αγορά θα προεξοφλήσει τη μείωση της κερδοφορίας που έρχεται ή αν θα αναγκάσει τις επιχειρήσεις σε επίσημη αναθεώρηση του guidance, σχολιάζει η Morgan Stanley που επισημαίνει ότι τα «bear market» ράλι μπορεί να είναι μέσα στο παιχνίδι, αλλά θεωρεί μια νέα πτώση 15% - 20% για τον δείκτη S&P500 πιθανή.
Πρόκειται για άποψη μειοψηφίας. Η JPMorgan εξακολουθεί να πιστεύει ότι το προφίλ ρίσκου - απόδοσης είναι θετικό για τις μετοχές μεσοπρόθεσμα, καθώς η Fed δεν δείχνει διάθεση για πολύ επιθετικές επιτοκιακές αυξήσεις, η ισοτιμία του δολαρίου έχει κορυφωθεί και τα χειρότερα στην Κίνα είναι πίσω μας. Ότι δηλαδή τα χειρότερα για τη χρηματιστηριακή αγορά έχουν περάσει. Μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων όπως η Blackrock πιστεύουν ότι μια ομαλή προσγείωση της οικονομίας είναι εφικτή. Ωστόσο, διατηρούν ουδέτερη στάση στις μετοχές όσο διαρκεί η αβεβαιότητα.
Όλα θα εξαρτηθούν από το αν αποφύγουμε μια ύφεση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και από το αν η αμερικανική κεντρική τράπεζα καταφέρει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό χωρίς να υπερφρενάρει την ανάπτυξη. Οι αγορές θα περιμένουν με τα νεύρα τεντωμένα.