Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, συνεχίζει να κινείται ανοδικά φλερτάροντας με τα υψηλά επίπεδα του 2023. Τόσο οι τράπεζες, όσο και οι υπόλοιπες δεικτοβαρείς μετοχές καταγράφουν και αυτές τιμές κοντά στις αντίστοιχες υψηλότερες των τελευταίων 52 εβδομάδων, με έναν σημαντικό τζίρο.
Παράλληλα, ακόμα και οι μετοχές των εταιρειών που απειλούνται με επανακρατικοποίηση, εθνικοποίηση, δημόσιο έλεγχο, ή οτιδήποτε άλλο εξαγγέλλει η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως είναι η ΔΕΗ, η Εθνική Τράπεζα και τα ΕΛΠΕ συνεχίζουν απρόσκοπτα την πορεία τους. Αδιαφορώντας ουσιαστικά για τις απειλές που πλανώνται σχετικά με το μέλλον τους. Οι λόγοι για τους οποίους η κοινότητα των θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών δεν έχει θορυβηθεί, είναι βασικά δυο.
Ο πρώτος λόγος είναι αυτός που περιγράφεται και στην πρόσφατη έκθεση της JP Morgan, για τα αποτελέσματα των εκλογών και τα σενάρια σύνθεσης της νέας κυβέρνησης. Και ο δεύτερος λόγος είναι πως για τις εξαγγελίες του Σύριζα ισχύει η ρήση «σκύλος που γαυγίζει δεν δαγκώνει», ειδικά όταν έχει εκπαιδευτεί στην περίφημη «kolotoumba». Ας δούμε αναλυτικά τις σκέψεις των επενδυτών και των χρηματιστηριακών αναλυτών, έτσι όπως εμφανίζονται στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου και στις εκθέσεις των χρηματιστηριακών εταιρειών.
Τα βασικά εκλογικά σενάρια, με κυρίαρχα αυτά της JP Morgan, είναι δυο. Είτε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είτε μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - ΠΑΣΟΚ. Αμφότερα τα σενάρια αφορούν τις δεύτερες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Η πιθανότητα να μεταβληθεί ριζικά η οικονομική πορεία και η δημοσιονομική πολιτική της χώρας, είναι μικρή. Επιπλέον δεν αναμένεται μια σημαντική μεταβολή όσον αφορά την φιλοεπενδυτική κατεύθυνση της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης και τη σταθερότητα στην αύξηση το ΑΕΠ.
Δυσάρεστες εκπλήξεις στο χρηματιστηριακό τοπίο δεν αναμένονται. Δεν αναμένονται ούτε κρατικές παρεμβάσεις, ούτε παρά φύσιν χρηματιστηριακές παρεμβάσεις. Αναμένεται όμως η ολοκλήρωση της αποχώρησης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τη μετοχική βάση των συστημικών τραπεζών.
Η JP Morgan εκτιμά ότι η πιθανότητα εκλογής ενός αριστερού συνασπισμού υπό τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ ως βασικό εταίρο, με την παρουσία ενός ή δυο άλλων κομμάτων έστω και με οριακή πλειοψηφία εδρών, δεν πρέπει ν αποκλείεται. Ωστόσο η διάσταση των προγραμμάτων ανάμεσα στα δυο κόμματα, δεν επιτρέπει κάποια ελπίδα μακροημέρευσης σε ένα τέτοιο σχήμα. Με αποτέλεσμα είναι να βρεθούμε μπροστά σε μια νέα “kolotoumba” ή σε μια πτώση της προοδευτικής κυβέρνησης.
Οπότε και εδώ η επενδυτική κοινότητα, εκτιμά ότι ο οίστρος του Σύριζα κατά του Χρηματιστηρίου, των τραπεζών και των ενεργειακών εταιρειών θα εξαντληθεί και θα χάσει τη δυναμική του μετά την 21η Μαΐου.
Το πιο ευαίσθητο ραντάρ σε μια χώρα και ειδικά στην οικονομία της είναι ο θεσμός του Χρηματιστηρίου που λειτουργεί σαν ένας πάγιος προεξοφλητικός μηχανισμός. Αν επομένως οι επενδυτές διέκριναν έστω και μια μικρή πιθανότητα κινδύνου, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου θα ήταν τουλάχιστον 200 μονάδες χαμηλότερα.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πριν από τις εκλογές του 2015, ήδη από την αρχή του 2014, το Χρηματιστήριο είχε υποχωρήσει φτάνοντας από τις 1.300 μονάδες στις 700 μονάδες, μπροστά στο ισχυρό ενδεχόμενο να κερδίσει στις εκλογές ο Σύριζα. Το ακριβώς αντίθετο είχε συμβεί μπροστά στις εκλογές του 2019. Τότε η άνοδος είχε ξεκινήσει στα τέλη του 2018, από την στιγμή που είχε καταστεί ξεκάθαρο ότι η Νέα Δημοκρατία θα κέρδιζε τις εκλογές.
Και είναι αξιοσημείωτο, ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών δεν υποχώρησε αισθητά ούτε και κατά τη διάρκεια των πρόσφατων τραπεζικών καταρρεύσεων σε ΗΠΑ και Ελβετία. Όταν δηλαδή είχε δοθεί η αφορμή, για μια γενναία οπισθοχώρηση και μια εύκολη και απολύτως δικαιολογημένη αποκομιδή κερδών ή και μαζική αποχώρηση.
Γιατί έχει σημασία η συμπεριφορά των επενδυτών μπροστά στις εκλογές; Διότι ενώ οι ψηφοφόροι ψηφίζουν με τις ψήφους τους, οι επενδυτές ψηφίζουν με τα «κεφάλαια» τους. Το γεγονός ότι οι επενδυτές διατηρούν ή και αυξάνουν τις θέσεις τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αποδεικνύει πως τα ραντάρ τους δεν ανιχνεύουν και δεν εντοπίζουν κάποιο επερχόμενο εκλογικό «ατύχημα».