Με φόντο την προειδοποίηση της Δύσης για εισβολή της Ρωσίας ακόμη και στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας, μέσα στις επόμενες 48 ώρες, μία γρήγορη περιήγηση στον κόσμο των αγορών είναι αρκετή για να εντοπίσει κανείς σημάδια έντονου φόβου. Ο αμερικανικός δείκτης S&P 500, που κινεί τα νήματα των παγκόσμιων μετοχών, εισήλθε προχθές… και με τη βούλα σε καθεστώς διόρθωσης, υποχωρώντας άνω του 10% από το υψηλό των 4.796 μονάδων που κατέγραψε στις 3 Ιανουαρίου.
Την ίδια ώρα, η χθεσινή προσπάθεια αντίδρασης των μετοχών, των κρυπτονομισμάτων και γενικότερα των πιο ευμετάβλητων assets υποδεικνύει ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να αναζητούν αφορμές (αυτή τη φορά στις σχετικά ήπιες μέχρι στιγμής κυρώσεις) για να δουν το ποτήρι μισογεμάτο, παρά τα τύμπανα πολέμου στην Ουκρανία.
Πρόκειται για τον απόλυτο κυνισμό, την ώρα που τα ρωσικά στρατεύματα εισβάλουν στην Ουκρανία και το Λονδίνο εκφράζει ανησυχία για επέλασή τους έως το Κίεβο; Ή απλώς βλέπουμε τα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης εξοικείωσης των επενδυτών με περιόδους κρίσης και αναταραχών;
Όπως και να’ χει, η ουκρανική κρίση έχει τη δυναμική να καθορίσει την τάση στις παγκόσμιες αγορές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τους επόμενους μήνες, στην περίπτωση που δεν κλιμακωθεί περαιτέρω η ένταση έως και για τα επόμενα χρόνια, στο σενάριο που έχουμε γενικευμένη πολεμική σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας. Πάντως, η χθεσινή, έστω διστακτική, αντίδραση των ευρωπαϊκών και αμερικανικών μετοχών αντανακλά ενδεχομένως την ελπίδα ότι ο Πούτιν θα κρίνει εντέλει πως κέρδισε αρκετά από την κρίση αυτή και θα επιλέξει στο εξής τη διπλωματική οδό κι έτσι θα λήξει η κατάσταση συναγερμού.
Εξελίξεις όπως το πάγωμα της διαδικασίας αδειοδότησης του αγωγού Nord Stream 2 από τη γερμανική κυβέρνηση και η επιβολή κυρώσεων κατά Ρώσων επιχειρηματιών και ρωσικών τραπεζών από ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, σε συνδυασμό με τον υπαρκτό και άμεσο κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης της κρίσης, απειλούν τις προοπτικές ανάπτυξης. Κάθε πλήγμα για την ανάπτυξη και κάθε ενίσχυση των πληθωριστικών προσδοκιών, αποτελεί καμπανάκι κινδύνου για τις αγορές.
Για την Ευρώπη, οι πρώτες εκτιμήσεις θέλουν την κρίση στην Ουκρανία να δίνει ώθηση στον πληθωρισμό έως και κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, που συνεπάγεται ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή μπορεί να κορυφωθεί αργότερα μέσα στο έτος ακόμη και στο 8%. Στο ίδιο σενάριο της Capital Economics, οι τιμές του πετρελαίου θα διαμορφωθούν μεταξύ 120 και 140 δολαρίων/βαρέλι, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου θα αυξηθούν ακόμη πιο δραματικά. Αν επιστρέψουν στο ιστορικό υψηλό των 180 ευρώ/MWH που έφτασαν τον περασμένο Δεκέμβριο και διατηρηθούν σε αυτό το επίπεδο, μπορούν αν προσθέσουν ακόμη 1 ποσοστιαία μονάδα στο αποκορύφωμα του πληθωρισμού και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο του έτους.
Όλα αυτά σημαίνουν εκτίναξη της αβεβαιότητας και σοβαρά προβλήματα στις χρηματαγορές, καθώς σε περιόδους υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού οι μετοχές δύσκολα δίνουν καλές αποδόσεις, ενώ η προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών να συγκρατήσουν τις τιμές θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε νέα ύφεση. Κάπως έτσι το κλίμα επιδεινώνεται και όλα τα βλέμματα στρέφονται στην Ουκρανία.
Η πρόσφατη διόρθωση των αμερικανικών δεικτών, στον απόηχο της ουκρανικής κρίσης, έρχεται να προστεθεί στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μετοχές μέσα στο 2022. Ο τεχνολογικός Nasdaq σημειώνει μεγαλύτερη πτώση (-16%) από τον S&P 500, αντικατοπτρίζοντας σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι η στροφή των κεντρικών τραπεζών και η επακόλουθη άνοδος στις αποδόσεις των ομολόγων έχουν επηρεάσει πολύ τον τεχνολογικό κλάδο.
Και ενώ αναλυτές, όπως της Goldman Sachs και της Capital Economics, προβλέπουν ότι ο μεγαλύτερος χρηματιστηριακός δείκτης του κόσμου θα ολοκληρώσει το 2022 με άνοδο από 10% έως 17% από τα τρέχοντα επίπεδα, που συνεπάγεται ότι η όποια πτώση στο εξής θα αποτελεί ευκαιρία εισόδου, οι κίνδυνοι που απειλούν τις εκτιμήσεις των επενδυτικών οίκων είναι μεγάλοι και σοβαροί.
Στο δυσμενές σενάριο που η ουκρανική κρίση εξελιχθεί σε γενικευμένη πολεμική σύγκρουση, είναι σαφές ότι οι μετοχές μπορούν να σημειώσουν περαιτέρω πτώση και η διόρθωση να βαθύνει. Ακόμη και αν αποφευχθεί ο πόλεμος, είναι πολύ πιθανό οι αποδόσεις των ομολόγων να ενισχυθούν ταχύτερα από το αναμενόμενο στο υπόλοιπο του έτους, γεγονός που θα ασκήσει εντονότερες πιέσεις στις αποτιμήσεις, οι οποίες παραμένουν υψηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο.
Εν κατακλείδι, δύσκολα μπορεί να επιβεβαιωθεί ένα ικανοποιητικό σενάριο για τις αγορές, αφού η ουκρανική κρίση, η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και το τέλος του φθηνού χρήματος, είναι παράγοντες που όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά μπορούν να συντηρήσουν για καιρό μία bear market.