Πόσο καιρό έχουμε άραγε να δούμε την ελληνική αγορά να αποκτά δυναμική από επιχειρηματικές συμφωνίες (deal driven market); Φαίνεται ότι οι τελευταίες εξελίξεις έχουν αφυπνίσει τα αντανακλαστικά της αγοράς, το ταμπλό ψάχνεται εξονυχιστικά από τα λίγα λεπτά του ευρώ έως τα 10ψήφια ποσά της μεγάλης κεφαλαιοποίησης, όχι μόνο από το πάντα ανήσυχο (και απείθαρχο) retail αλλά και από μεγάλους θεσμικούς επενδυτές. Η ιστορία της MIG έδειξε ότι χρήματα μπορούν να βγουν ακόμα και σε μετοχές που η τιμή στο ταμπλό ξεκινά από το τρίτο δεκαδικό ψηφίο αρκεί να υπάρχει κάποιος καταλύτης.
Ποια είναι η επόμενη μετοχή που θα γίνει αντικείμενο μιας Δημόσιας Πρότασης; Η απάντηση είναι ότι σε μια ανοδική αγορά όλες οι μετοχές στο ταμπλό είναι υποψήφιες. Από την Τράπεζα της Ελλάδος («μα είναι δυνατόν κεντρική τράπεζα να είναι ακόμα εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά;») έως την τελευταία μετοχή που διαπραγματεύεται σε καθεστώς επιτήρησης («προφανώς και είναι μια σπουδαία ιστορία οχήματος»). Το 1999 οι περισσότερες εισηγμένες εταιρίες ήταν ταυτόχρονα υποψήφιες να εξαγοράσουν άλλες εισηγμένες και να εξαγοραστούν από εταιρίες του εξωτερικού. Άλλες πάλι ήταν έτοιμες να φιλοξενήσουν στα ακίνητα τους το νέο γήπεδο του Ολυμπιακού ή να γίνουν απλώς επενδυτική τράπεζα. Τα περισσότερα από αυτά τα «εγχειρήματα» αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ούτε καν ασκήσεις επί χάρτου.
Οι ανοδικές αγορές είναι από την φύση τους «αβανταδόρικες» στο να βγάζουν συμφωνίες εξαγοράς. Το χρήμα κινείται πιο γρήγορα σε μεγαλύτερες ποσότητες και σε περισσότερους τίτλους. Οι ειδήσεις δημιουργούν αμέσως «ήχο» στην αγορά και πολλές φορές η αγορά σπεύδει να «μαντέψει» τι γίνεται πίσω από μια κίνηση στην μετοχή υιοθετώντας «αμάσητα» απλές φήμες. Όμως τα δύσκολα αρχίζουν όταν το κλίμα αλλάξει και η αισιοδοξία δώσει την θέση της στην επιφυλακτικότητα. Όταν η παλίρροια της ρευστότητας αρχίζει να υποχωρεί, εκεί φαίνεται ποια σενάρια έχουν βάση και ποια είναι προϊόν επιθυμίας ή ευφάνταστων ιδεοληψιών. Το ζητούμενο είναι πώς μπορεί κανείς να μη βρεθεί με το μουτζούρη στο τέλος αυτού του κύκλου.
Το πιο σημαντικό πριν από οτιδήποτε είναι η κατανόηση της αξίας της εταιρίας. Αυτό προϋποθέτει μια μελέτη σε μεγαλύτερο βάθος ώστε να αποκλειστούν μη συστημικά ρίσκα και αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία μια γνώμη από κάποιο ειδικό ή ακόμα καλύτερα από περισσότερους από έναν. Αν η εταιρία διαπραγματεύεται σε χαμηλούς πολλαπλασιαστές ακόμα και αν δεν προχωρήσει η επιχειρηματική συμφωνία, η πορεία της μετοχής στο χρόνο θα ανακάμψει και θα ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Αν η εταιρία έχει ως βασικό περιουσιακό στοιχείο την… θέση στο ταμπλό τότε ο βαθμός επικινδυνότητας είναι στο κόκκινο. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι αν είναι κάτι που έχει μια εσωτερική θεμελιώδη αξία αν μπει σε μια λογική εξαγοράς αργά ή γρήγορα θα πληρωθεί. Κάπως έτσι ήρθαν τα deal της Κλουκίνας και της MIG. Οι πληροφορίες ήταν όλες γνωστές και διαθέσιμες στην επενδυτική κοινότητα, αρκούσε μια απλή περιήγηση στα νέα της εταιρίας στον διαδικτυακό τόπο του Χρηματιστηρίου. Το μόνο που έλλειπε ήταν να ενεργοποιηθεί η διαδικασία στρατηγικού ενδιαφέροντος για την απόκτηση της πλειοψηφίας.
Ένας παλιός - και πολύ αγαπητός- συνάδελφος έλεγε ότι το κέρδος μιας συναλλαγής βγαίνει στο πινακίδιο αγοράς. Αγοράζοντας φθηνά οι πιθανότητες να μπλέξει κανείς σε περιπέτειες είναι μικρές. Και βέβαια η φύση μιας τέτοιας συναλλαγής σε εταιρίες με χαμηλή εμπορευσιμότητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος της θέσης. Ποτέ all-in και ποτέ παραπάνω από το 30% από όσα κομμάτια κάνει η μετοχή σε μια συνεδρίαση με βάση το μέσο όρο της σε βάθος εξαμήνου.
Με αυτά κατά νου και με το τυχερό «λαγοπόδαρο» στο μπρελόκ με τα κλειδιά προσερχόμαστε στην αρένα των επιχειρηματικών συμφωνιών της Λ. Αθηνών. Γιατί εκτός από μελέτη και λίγη τύχη είναι πάντα χρήσιμη: Η ζωή έχει δείξει ότι μέχρι να υπογραφεί το SPA (σύμβαση πώλησης μετοχών) τα περισσότερα deals έχουν τις πιθανότητες εναντίον τους.