Την περασμένη εβδομάδα είχαμε παρακολουθήσει την απόφαση των χωρών μελών του OPEC+ να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου με αποκλειστικό σκοπό, την αύξηση της τιμής του.
Είναι γνωστό πως η τιμή του πετρελαίου και των καυσίμων εξαρτώνται, από την ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση, από το κόστος εξόρυξης και από τη διαθεσιμότητα επεξεργασίας αργού πετρελαίου από τα διυλιστήρια.
Οπότε με μια μόνο απόφαση του OPEC+, προκαλείται ένα ντόμινο από παρενέργειες στην παγκόσμια οικονομία. Διότι επηρεάζονται οι ναύλοι, το παραγωγικό κόστος της ενεργοβόρας βιομηχανίας, το κόστος των μεταφορών, το κόστος των εναλλακτικών υδρογονανθράκων όπως είναι το σχιστολιθικό αέριο, καθώς και το ύψος των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου των κρατών. Και καταλήγει να επηρεάζει την πορεία του πληθωρισμού, τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζικών καθώς και τις οικονομικές αποφάσεις των κυβερνήσεων.
Έχουμε συνηθίσει παράλληλα το ρωσικό παιχνίδι με το «άνοιξε - κλείσε» στις στρόφιγγες των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου, όπου οι αυξομειώσεις των τιμών του φυσικού αερίου, εξαρτώνται από τις ποσότητες που μεταφέρονται μέσω των αγωγών.
Σήμερα για πρώτη φορά παρατηρούμε την αγορά ημιαγωγών - chips, να εισέρχεται και αυτή σε μια διαδικασία προσδιορισμού των τιμών από τη μείωση της παραγωγής. Η κορεατική Samsung στις 15 Μαρτίου, είχε ανακοινώσει νέες επενδύσεις ύψους $230 δισ. μέσα στην επόμενη εικοσαετία για την ανάπτυξη μιας νέας μονάδας παραγωγής chips στο κορεατικό έδαφος.
Επενδύσεις που θα συνοδεύονται από φορολογικά κίνητρα, επιδοτήσεις και άλλες διευκολύνσεις από την πλευρά της κυβέρνησης της Σεούλ. Η παραγωγή θα βασίζεται σε μια νέα τεχνολογία βασισμένη σε λιθογραφικoύς σαρωτές υπεριώδους ακτινοβολίας.
Ωστόσο με βάση χθεσινές ανακοινώσεις η Samsung αποφάσισε να μειώσει την παραγωγή chips για να αντιμετωπίσει την πτώση των τιμών, που επέφερε η μειωμένη ζήτηση. Μια πτώση της τάξεως του 70% κατά τη διάρκεια του τελευταίου εννεάμηνου.
Παρ’ όλο που η χρήση των chips, είναι ζωτικής σημασίας σε αρκετούς βιομηχανικούς κλάδους, στη ρομποτική, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στην ιατρική, στην πολεμική βιομηχανία και στο Internet of Things (IoT) σύμφωνα με την Samsung καταγράφεται σήμερα συγκυριακά μια υποχώρηση της ζήτησης.
Τον Αύγουστο του 2022, στα πλαίσια της αυξημένης ζήτησης για chips, ο Λευκός Οίκος είχε ξετυλίξει ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων ύψους $53 δισ. με σκοπό την επίσπευση σχετικών επενδύσεων για να καλυφθεί η ανισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η Ευρωπαϊκή Ένωση με το πρόγραμμα «Chips for Europe initiative» ύψους $17 δισ. Διότι το μέλλον, εξαρτάται από την επάρκεια των chips στην αγορά. Αλλά και η μεταφορά μονάδων παραγωγής chips, της TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company) από την Taiwan σε αμερικανικό έδαφος, πιστοποιεί το πόσο σημαντικά είναι τα chips για τη Δύση.
Σε έρευνα της Federal Reserve Bank του St.Louis, αναλύονται οι επιπτώσεις από την έλλειψη chips στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και γενικότερα του πληθωρισμού. Σε σχετική έκθεση της «Economic Synopses», αναφέρεται ότι το 25% των μεγαλύτερων βιομηχανικών μονάδων στις ΗΠΑ, βασίζουν την παραγωγική τους διαδικασία στα chips. Με αποτέλεσμα το 40% των τελικών βιομηχανικών προϊόντων να εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από εφαρμογές που απαιτούν τη χρήση chips.
Σύμφωνα δε με στοιχεία του Bureau of Economic Analysis (BEA) των ΗΠΑ, οι αυξήσεις στα προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής που στηρίζονται στα chips ήταν κατά τη διάρκεια της διετίας 2019-2021 της τάξης του 15%, ενώ αντίστοιχα οι αυξήσεις σε προϊόντα που δεν εξαρτώνται από chips ήταν της τάξης του 8%.
Η είσοδος των chips σε κάθε πτυχή της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής αποτελεί μονόδρομο. Ενώ λοιπόν, σε βάθος χρόνου η ανάγκη για chips θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη και οι επενδύσεις θα απορροφούν συνεχώς περισσότερα κεφάλαια, στην παρούσα συγκυρία που χαρακτηρίζεται από μια υποχώρηση της ζήτησης, παγκόσμιοι γίγαντες όπως είναι η Samsung και η Micron, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το όπλο της μείωσης της παραγωγής τους σε chips για να χειραγωγήσουν τις τιμές.
Αν σε αυτό το σενάριο προσθέσουμε και τον κλιμακούμενο «τεχνολογικό και ψηφιακό πόλεμο» ανάμεσα στη Δύση και στην Κίνα, στα πλαίσιο της μάχης για την παγκόσμια επικυριαρχία στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, η αγορά των chips, αποκτά χαρακτηριστικά αντίστοιχα με αυτά του μαύρου χρυσού. Διότι τα chips, είναι το νέο πετρέλαιο, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα ένα σπουδαίο μέσο ανάπτυξης και ευημερίας, ένα εργαλείο οικονομικής χειραγώγησης και ένα γεωπολιτικό όπλο. Αλλάζουν οι ρόλοι, αλλάζουν οι πρωταγωνιστές, αλλά οι κανόνες του παιχνιδιού παραμένουν αμετάβλητοι.