Η περασμένη 10ετία στην ελληνική οικονομία ήταν αδιαμφισβήτητα μια δύσκολη περίοδος, που απορρόφησε πληθώρα αρνητικών συγκυριών.
Τούτο, είχε ως αποτέλεσμα μια συνεχιζόμενη αποστροφή των κεφαλαιούχων από επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, την αγορά ακινήτων και βεβαίως το Χρηματιστήριο, ως βασικός μηχανισμός αποτύπωσης της πραγματικότητας. Και ο κυριότερος καταλύτης μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι συνήθως η ψυχολογία και ο φόβος για την επόμενη μέρα.
Το τελευταίο διάστημα, με απαρχή τις αρχές του 2019, όταν προεξοφλήθηκε η αλλαγή κυβέρνησης και με αφορμή τη λύση της πολιορκίας από τη μέγγενη της πανδημίας στα τέλη του 2020, το κλίμα έχει σαφέστατα αντιστραφεί.
Όλο και πιο πολύς κόσμος αρχίζει και ανοίγει μπαούλα και τραπεζικούς λογαριασμούς και τολμάει να επενδύσει είτε στην πραγματική οικονομία, είτε στις αγορές.
Αυτό έχουμε να το δούμε με διάρκεια και αυξητική τάση πάνω από 12 χρόνια. Με εξαίρεση την περίοδο 2013-2014 όλα τα υπόλοιπα χρόνια οι πάντες ήταν διστακτικοί και συντηρητικοί έως εκεί που δεν πρέπει.
Αφενός, με την επενδυτική δίψα να έχει κάνει την εμφάνισή της υπό τη θέρμη των χρηματικών εισροών, ολοένα και περισσότεροι επενδυτές πείθονται για τις αυξημένες πιθανότητες επίτευξης οικονομικής μεγέθυνσης τα επόμενα έτη.
Και βέβαια, το εκρηκτικό κοκτέιλ νομισματικής χαλάρωσης και δημοσιονομικής στήριξης, ενδυναμώνουν την αξία των προαναφερθέντων. Διότι, σε αντίθεση με την περασμένη –τουλάχιστον- δεκαετία, τα ακίνητα και το επιχειρείν, ακόμα και στην υγειονομική κρίση, έχουν κερδίζουν έδαφος, έχοντας σύμμαχο τα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη.
Αφετέρου, όλο και περισσότερος κόσμος αφήνει πίσω του τις καταθέσεις (πολύ χαμηλού επιτοκίου) από τις τράπεζες και τολμάει να επενδύσει με πολλές αξιώσεις στην οικονομία και τις χρηματαγορές, με το Χρηματιστήριο να έχει ανοίξει τα πανιά του.
Μπορεί ο Γενικός Δείκτης να φαίνεται καθηλωμένος στις 900 μονάδες τα τελευταία 2 χρόνια, παρόλα αυτά οι αποδόσεις που έχουν δώσει πάρα πολλοί τίτλοι έρχονται από το μακρινό 1999.
Όπως και εκείνη την περίοδο δεν βρήκαμε το πού η αγορά θα σταματούσε έχοντας καταγράψει υψηλό τις 6500 μονάδες το Σεπτέμβριο του 1999, έτσι και σήμερα δεν μπορούμε να εικάσουμε το πού θα φτάσει τα επόμενα χρόνια η αποτίμηση της χρηματιστηριακής αγοράς, με δεδομένη την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Αρκεί μόνο να σκεφτούμε πως την περίοδο του 1999 που χαρακτηρίστηκε φούσκα η σχέση της κεφαλαιοποίησης του ελληνικού χρηματιστηρίου με το ΑΕΠ είχε προσεγγίσει το 200% (σ.σ τόσο είναι φέτος και στη Wall Street) και σήμερα διαμορφώνεται κοντά στο 35%, πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου των αγορών της Ευρώπης.
Οι παλαιοί έχουν την εμπειρία για να μην κάνουν λάθη, ενώ η νέα γενιά θα πρέπει να ακούσει και να μελετήσει πριν από κάθε της απόφαση.
Το μόνο που έχουμε να ευχηθούμε μετά από τα πολλά χρόνια ανομβρίας είναι καλό μας μακρινό ταξίδι.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.