Αν είχε νόημα να πούμε ποιοι είναι οι μέχρι στιγμής πρωταθλητές του 2022 στις διεθνείς αγορές, η απάντηση θα ήταν πάρα πολύ εύκολη: ο πληθωρισμός και το αμερικανικό δολάριο. Για να είμαστε πιο σωστοί, ο βασικός νικητής είναι ο πληθωρισμός αφού στην δική του εκτίναξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η πολύ δυνατή άνοδος του δολαρίου. Από την στιγμή που οι αγορές αντιλήφθηκαν πως η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν είχε άλλη επιλογή από το να ξεκινήσει τις αυξήσεις επιτοκίων για να χτυπήσει τον πληθωρισμό που είχε ξεφύγει επικίνδυνα, η ισχυροποίηση του δολαρίου απέναντι σε όλα τα σημαντικά παγκόσμια νομίσματα ήταν μία αναμενόμενη εξέλιξη.
Το δολάριο βοηθήθηκε βέβαια και από την μεγάλη αναταραχή που έχουν προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον πόλεμο που ακολούθησε και την γενικότερη γεωπολιτική αστάθεια που επικρατεί σε όλον τον πλανήτη. Όπου και να κοιτάξουμε είναι φανερή η υπεροχή του δολαρίου.
Μετρώντας ένα χρόνο προς τα πίσω, βλέπουμε πως τα μόνα νομίσματα που έχουν μείνει σχεδόν αμετάβλητα έναντι του δολαρίου είναι το Πέσο του Μεξικού και το Ρεάλ της Βραζιλίας, ενώ το Σολ του Περού έχει σημειώσει άνοδο της τάξης του 5% και το Ρωσικό Ρούβλι, το οποίο βέβαια αποτελεί μία ειδική περίπτωση, έχει ανεβεί κατά τουλάχιστον 20%. Αυτές όμως είναι οι πολύ λίγες εξαιρέσεις.
Το δικό μας νόμισμα, το Ευρώ, έχει πέσει τόσο πολύ που αξίζει πια λιγότερο από ένα δολάριο, για πρώτη φορά εδώ και είκοσι χρόνια. Η ισοτιμία Ευρώ/Δολάριο βρίσκεται στο 0,985 και είναι πεσμένη κατά 16% από τις 23 Σεπτεμβρίου του 2021 και κατά 13,5% από την αρχή του χρόνου. Η μεγάλη διαφορά των επιτοκίων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη έχει σίγουρα παίξει τον ρόλο της, αλλά δεν είναι η μόνη αιτία για αυτήν την υστέρηση.
Η μεγάλη ενεργειακή κρίση που έχει ξεσπάσει στην Ευρώπη σαν συνέπεια του πολέμου και η βεβαιότητα πως σύντομα θα ζήσουμε οικονομική ύφεση έχουν παίξει και αυτές σημαντικό ρόλο. Η μεγάλη σιγουριά των αγορών για τα «χάλια» της Ευρωζώνης έχει κάνει πολλούς αναλυτές να προβλέψουν την περαιτέρω ισχυρή πτώση της ισοτιμίας και να μην λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους το γεγονός πως έχει ήδη αρχίσει και η ευρωπαϊκή πορεία προς τα υψηλότερα επιτόκια. Έτσι όπως είναι τα πράγματα, το μόνο που μπορεί να ρίξει το δολάριο απέναντι στο ευρώ είναι το τέλος του πολέμου, κάτι αρκετά απίθανο δυστυχώς.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στην περίπτωση της λίρας Αγγλίας. Παρά το ότι η τοπική κεντρική τράπεζα άρχισε πολύ νωρίς τις αυξήσεις επιτοκίων για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, η πολιτική αστάθεια στην χώρα, σε συνδυασμό με τον πόλεμο, την ενεργειακή κρίση και την αβεβαιότητα που έχει φέρει το Brexit έχουν οδηγήσει την λίρα 17,3% κάτω από το δολάριο σε διάστημα ενός έτους και 16,5% κάτω από την αρχή του χρόνου.
Στα 1,126 δολάρια/λίρα, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων είναι στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1985, ενώ το γεγονός πως αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την μεγάλη πτώση της λίρας που είχε φέρει τεράστια κέρδη στον Τζορτζ Σόρος έχει ανοίξει την όρεξη πολλών συναλλασσομένων των αγορών συναλλάγματος, οι οποίοι ψιθυρίζουν μεταξύ τους πως δεν αποκλείεται σε λίγο καιρό να φθάσουμε την ισοτιμία του ενός δολαρίου/λίρα.
Στην περίπτωση του ιαπωνικού γιεν, η κατάσταση είναι πιο απλή. Η άρνηση της κεντρικής τράπεζας της χώρας να ανεβάσει τα επιτόκια αναφοράς έχει ανεβάσει το δολάριο κατά 30% μέσα στο τελευταίο δωδεκάμηνο και κατά 23,5% από την αρχή του χρόνου. Η ιαπωνική κεντρική τράπεζα βασίζει την στάση της στο γεγονός πως ο πληθωρισμός στην χώρα δεν έχει ανεβεί όπως στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και αλλού. Δεν αποκλείεται όμως να έχει σχέση και με το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας και τον φόβο πρόκλησης αναταραχής σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων.
Η Κίνα από την μεριά της έχει δει και αυτή το νόμισμά της να αδυνατίζει έναντι του δολαρίου, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με τα προηγούμενα νομίσματα, με πιθανότερη αιτία την αδυναμία της οικονομίας της εξ αιτίας κυρίως των περιοριστικών μέτρων για την αποτροπή της εξάπλωσης της πανδημίας. Το δολάριο έχει ανέβει κατά 9,5% απέναντι στο Γιουάν τον τελευταίο χρόνο και κατά 11% από την αρχή του χρόνου.
Τελευταία αφήνουμε την Τουρκική λίρα, η οποία αποτελεί βέβαια ειδική περίπτωση, καθώς στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα και οι εντολές έρχονται απ’ ευθείας από τον πρόεδρο Ερντογάν, οι οικονομικές θεωρίες του οποίου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικονομολόγων ανά τον κόσμο. Στα πλαίσια αυτών των θεωριών του εντάσσεται και η σταθερή μείωση των επιτοκίων ενώ ο πληθωρισμός έχει φθάσει το 80%. Το νέο επεισόδιο των Erdogan Economics έλαβε χώρα χθες, με την μείωση των επιτοκίων κατά 1%, από το 12% στο 13%, την ίδια ώρα που οι κεντρικές τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελβετίας ανέβαζαν τα δικά τους επιτόκια και μία μέρα μετά την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των τουρκικών αρχών, η μείωση των επιτοκίων έχει ως στόχο την τόνωση της οικονομίας η οποία δείχνει σημάδια κόπωσης. Παρά το γεγονός πως η τεράστια πτώση της λίρας Τουρκίας απέναντι στο δολάριο (έχει χάσει σχεδόν 60% μέσα σε έναν χρόνο) έχει ανεβάσει τον πληθωρισμό πάρα πολύ ψηλά και έχει κάνει την Τουρκία την χώρα του κόσμου με τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών στα είδη διατροφής (σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO), ο πρόεδρος Ερντογάν είναι απτόητος. Δεν αποκλείεται να έχει σαν στόχο την συνεχή πτώση της λίρας και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των τουρκικών εξαγωγών εις βάρος όλων των ανταγωνιστριών.
Το τελευταίο που αναφέραμε σχετικά με την Τουρκία έχει σχέση με έναν από τους βασικούς φόβους των επενδυτών τώρα που η παγκόσμια αγορά συναλλάγματος είναι σε αναταραχή. Το ενδεχόμενο ανάληψης δράσης από μία χώρα όταν κρίνει πως το νόμισμα μίας άλλης έχει υποτιμηθεί πολύ έναντι του δικού της και υπονομεύει τις εξαγωγές τους.
Σε αυτό αναφέρθηκε προ ημερών στην στήλη του στο Bloomberg ο γνωστός αρθρογράφος John Authers. Ο Authers επισήμανε πως η μεγάλη πτώση του ιαπωνικού γιεν το έχει κάνει πολύ ανταγωνιστικό απέναντι στο κινεζικό γιουάν, πιο ανταγωνιστικό όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα αλλά δεν ξέρουμε πως το βλέπει η κινεζική πλευρά. Την τελευταία φορά που ανησύχησε για κάτι τέτοιο, το 2015, προχώρησε σε μία άτσαλη υποτίμηση του νομίσματός της η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τεράστιας αναταραχής στις παγκόσμιες αγορές. Προφανώς, αυτό είναι κάτι που δεν σκέφτεται μόνο ο Authers. Ίσως να το είχε στο νου του το ιαπωνικό υπουργείο οικονομικών, το οποίο χθες παρενέβη δυναμικά στις αγορές συναλλάγματος για να στηρίξει το γιεν απέναντι στο δολάριο.
Για πρώτη φορά από το 1998 η Ιαπωνία παρενέβη μόνη της στις αγορές συναλλάγματος χωρίς συνεννόηση με κάποια άλλη χώρα. Η παρέμβαση έγινε λίγο μετά την ανακοίνωση της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας πως δεν θα αυξήσει τα επιτόκια. Αυτή η είδηση έσπρωξε το γιεν στο χαμηλότερο σημείο του εδώ και πολλά χρόνια, με την ισοτιμία του απέναντι στο δολάριο να φθάνει στα 145 γιεν/δολάριο. Η παρέμβαση του υπουργείου οικονομικών κατάφερε να ανακόψει την πτώση του γιεν αλλά οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν πως αυτή η επιτυχία θα αποδειχθεί προσωρινή αν η κεντρική τράπεζα δεν αποφασίσει τελικά να ανεβάσει τα επιτόκια.
Το ενδεχόμενο να δούμε κάποιες «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις» νομισμάτων δεν είναι βέβαια ο μόνος κίνδυνος που φέρνει η συνεχής άνοδος του δολαρίου. Για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε τι κακό θα προκύψει από το δυνατό δολάριο. Μπορεί να έχει σχέση με την δυσκολία κάποιων χωρών να αντιμετωπίσουν την ανάγκη για αυξημένες εισαγωγές καυσίμων και τροφίμων (το είδαμε πρόσφατα στην Σρι Λάνκα), μπορεί να έχει σχέση με την φυγή επενδυτών που δεν θέλουν να ρισκάρουν άλλο την κατοχή νομισμάτων που πέφτουν συνεχώς.
Το δεύτερο είναι κάτι που έχουμε δει να γράφεται ακόμα και για το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν έχει νόημα όμως να απαριθμήσουμε τα πιθανά κακά, αυτό που έχει σημασία είναι πως η φετινή παντοδυναμία του δολαρίου έχει αρχίσει να δημιουργεί ανησυχία και είναι καλό να το έχουμε υπόψη μας. Η ιαπωνική παρέμβαση στην οποία αναφερθήκαμε πριν ίσως να αποτελεί ένα είδος προειδοποιητικού ξυπνητηριού μπορεί και να μην συμβαίνει τίποτα. Είναι όμως γεγονός πως μέχρι στιγμής είμαστε μάλλον τυχεροί που η συνεχής υποχώρηση των περισσότερων νομισμάτων απέναντι στο δολάριο δεν έχει προκαλέσει κάποιο μείζον επεισόδιο. Ας ελπίσουμε πως η τύχη θα συνεχίσει να είναι μαζί μας.