To City του Λονδίνου έπαψε πλέον να αποτελεί το κέντρο του ευρωπαϊκού κόσμου στις συναλλαγές μετοχών, παραγώγων και swaps. Με το «καλημέρα» του Brexit τον Ιανουάριο του 2021 αποκαθηλώθηκε από το Άμστερνταμ, την πόλη όπου γεννήθηκε το παλαιότερο χρηματιστήριο της Γηραιάς Ηπείρου. Καθώς όλες οι μεγάλες πλατφόρμες συναλλαγών σε μετοχές και παράγωγα μετακόμισαν από το Λονδίνο, για χάρη του ευρώ, ο ημερήσιος τζίρος του City έχει καταρρεύσει πάνω από 50% σε σχέση με πέρυσι!
Το Λονδίνο χάνει την πρωτοκαθεδρία του ως το μεγαλύτερο κέντρο χρηματιστηριακών συναλλαγών της Ευρώπης καθώς ήδη το ξεπέρασε το Άμστερνταμ, κερδίζοντας παράλληλα σημαντικό κομμάτι συναλλαγών σε παράγωγα προϊόντα.
Ο όγκος των συναλλαγών σε μετοχές σε ευρώ στις χρηματιστηριακές πλατφόρμες του Άμστερνταμ έφτασε τα 9,2 δισ. ευρώ ημερησίως τον Ιανουάριο, ξεπερνώντας τα 8,6 δισ. που άλλαξαν χέρια ημερησίως στο Λονδίνο, σύμφωνα με στοιχεία του Cboe που λειτουργεί και στις δύο πόλεις.
Συγκριτικά, ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών σε μετοχές του ευρώ το 2020 στο Λονδίνο ήταν 17,5 δισ, με τη Φρανκφούρτη να έρχεται δεύτερη με 5,9 δισ. και το Άμστερνταμ έκτο με 2,6 δισ. ευρώ.
Η άνοδος του Άμστερνταμ, έδρα του παλαιότερου χρηματιστηρίου του κόσμου, ήταν αναμενόμενη καθώς οι πανευρωπαϊκές χρηματιστηριακές πλατφόρμες όπως το Cboe Europe και η Turquoise είχαν προετοιμαστεί για να λειτουργήσουν στην ολλανδική πρωτεύουσα μετά την απόφαση της Βρετανίας το 2016 να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το City του Λονδίνου είχε προειδοποιήσει εδώ και καιρό για τις συνέπειες που θα είχε η αποχώρηση της Βρετανίας από την ενιαία αγορά χωρίς επαρκείς προβλέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι στις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα των χρηματοοικονομικών, που αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% των συνολικών φορολογικών εσόδων πριν από το Brexit.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η μετατόπιση των συναλλαγών στο Άμστερνταμ από το Λονδίνο δεν είναι παροδικό φαινόμενο αλλά διατηρήσιμη αλλαγή καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δείξει σημάδια ότι προτίθεται να μετακινηθεί από τη θέση της ότι η διαπραγμάτευση μετοχών σε ευρώ πρέπει να λαμβάνει χώρα εντός της ΕΕ, από την αγορά της οποίας αποχώρησε η Βρετανία την 1η Ιανουαρίου φέτος.
Το χάσμα που έχει προκύψει ενδέχεται να μειωθεί μεν, καθώς οι συναλλαγές σε ελβετικές μετοχές ξανάρχισαν αυτό τον μήνα στη Βρετανία με ημερήσιο όγκο 250 εκατ. ευρώ. Ο όγκος αυτός αναμένεται να αυξηθεί στο 1 δισ. ευρώ ημερησίως, στο επίπεδο που είχαν φτάσει πριν διακοπούν οι συναλλαγές στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 2019.
Swaps επιτοκίων
Πέρα όμως από τις μετοχές, τον Ιανουάριο οι πλατφόρμες στο Άμστερνταμ και τη Νέα Υόρκη απέσπασαν σημαντικό κομμάτι επιτοκιακών swaps σε ευρώ από το Λονδίνο που είναι το μεγαλύτερο κέντρο του κόσμου στις συναλλαγές αυτές.
Μία συμφωνία επιτοκιακού swap δίνει τη δυνατότητα ανταλλαγής του κυμαινόμενου επιτοκίου ενός δανείου με σταθερό ή αντίστροφα.
Τα προϊόντα αυτά είναι εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου επιτοκίου. Χρησιμοποιούνται από επενδυτές που χρηματοδοτούνται με κεφάλαια εκτοκιζόμενα βάσει κυμαινόμενου επιτοκίου και επιθυμούν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο ανόδου του επιτοκίου και της συνεπαγόμενης αύξησης του κόστους χρηματοδότησης. Κατά τη διάρκεια του swap ανταλλάσσονται σε συμφωνημένη περιοδική βάση χρηματικές ροές.
Οι συναλλαγές swap σε πλατφόρμες στο Αμστερνταμ και σε μικρότερο βαθμό στο Παρίσι ανήλθαν στο ένα τέταρτο των συνόλου των επιτοκιακών swap σε ευρώ, σημαντική αύξηση από το επίπεδο του 10% τον Ιούλιο του 2020, σύμφωνα με στοιχεία της IHS Markit.
Την ίδια περίοδο, το μερίδιο αγοράς του Λονδίνου μειώθηκε από σχεδόν 40% σε λίγο πάνω από 10% με τις πλατφόρμες στις ΗΠΑ να διπλασιάζουν τους όγκους στο 20% της συνολικής αγοράς swap σε ευρώ.
Οπως και με τις μετοχές, η αγορά των swap έχει τεμαχιστεί από τις Βρυξέλλες που υποχρέωσαν τις ευρωπαϊκές εταιρείες να πραγματοποιούν συναλλαγές επιτοκιακών swap όπως και σε ασφάλιστρα κινδύνου γνωστά ως credit default swaps είτε σε πλατφόρμες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε πλατφόρμες χώρας εκτός της ΕΕ που έχουν λάβει έγκριση, όπως αυτές στις ΗΠΑ.
Το Λονδίνο δεν έχει λάβει ακόμη την έγκριση του «ισοδύναμου» καθώς οι Βρυξέλλες απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες για τις προθέσεις της Βρετανίας να αποκλίνει από τους κανονισμούς της ΕΕ.