Παρά το γεγονός πως ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης είχε προειδοποιήσει από τον Μάιο πως εξέταζε το ενδεχόμενο να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ εξαιτίας της διαφαινόμενης τότε αδυναμίας συνεννόησης των δύο πολιτικών παρατάξεων της χώρας στο θέμα του ανώτατου ορίου δανεισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η ανακοίνωση αυτής της υποβάθμισης μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης προς Τετάρτη (ώρα Ελλάδος) προκάλεσε γενικό αιφνιδιασμό.
Στις αγορές μετοχών ομολόγων και συναλλάγματος, στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, στα μέλη του Κονγκρέσου, στους οικονομολόγους και τους αναλυτές. Προφανώς, κανείς δεν είχε πάρει στα σοβαρά αυτή την προειδοποίηση του οίκου Fitch, δεδομένου του ότι οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί είχαν καταφέρει τελικά να έρθουν σε συμφωνία για το επίμαχο ζήτημα.
Διαβάζοντας όμως την ανακοίνωση του Fitch, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή η συμφωνία ενίσχυσε στην ουσία τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των αναλυτών του. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό γίνεται αμέσως φανερό σε όποιον διαβάσει την αρχή της επίσημης ανακοίνωσης του οίκου αξιολόγησης.
«Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ αντανακλά την αναμενόμενη για την επόμενη τριετία χειροτέρευση της δημοσιονομικής κατάστασης, το υψηλό και διογκούμενο δανειακό βάρος της γενικής κυβέρνησης και την χειροτέρευση της ποιότητας της κυβέρνησης (erosion of government) σε σχέση με τα άλλα κράτη με αξιολόγηση ΑΑ και ΑΑΑ τα τελευταία είκοσι χρόνια, χειροτέρευση η οποία φαίνεται καθαρά μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις σχετικά με τα ανώτατα όρια του κρατικού δανεισμού οι οποίες λύνονται την τελευταία στιγμή».
Όπως ήδη ξέρουμε, οι δημόσιες αντιδράσεις προς την ενέργεια του οίκου αξιολόγησης ήταν σε γενικές γραμμές αρνητικές. Προφανώς, κανείς δεν θα περίμενε να ακούσει την υπουργό οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν να συμφωνεί με τις εκτιμήσεις των αναλυτών του Fitch και η δήλωσή της περί αυθαίρετης απόφασης που στηρίζεται σε ξεπερασμένα στοιχεία δεν εξέπληξε κανέναν. Αρνητικές όμως ήταν και οι αντιδράσεις των περισσότερων γνωστών οικονομολόγων. .
Ιδιαίτερα επικριτικός ήταν ο πρώην υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς, ο οποίος υποστήριξε πως κανένας σοβαρός αναλυτής των αγορών ομολόγων δεν πρόκειται να πάρει στα σοβαρά την κίνηση του Fitch. Ο πασίγνωστος Μοχάμεντ Ελ - Εριάν, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας Allianz, χαρακτήρισε παράξενη την κίνηση του Fitch και εκτίμησε πως οι πιθανότητες να επηρεάσει τις αγορές είναι πολύ μικρές.
Ο Νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν δήλωσε πως οι απαξιωτικές αντιδράσεις απέναντι στην υποβάθμιση των ΗΠΑ είναι απολύτως σωστές ενώ ο καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Τζέισον Φούρμαν, πρώην σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα, χαρακτήρισε την κίνηση του Fitch «εντελώς παλαβή». Πραγματικά, η αντίδραση των αγορών δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Μπορεί οι περισσότερες χρηματιστηριακές αγορές να έπεσαν από -1% έως -2% περίπου, αλλά πανικός δεν παρατηρήθηκε πουθενά.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων δεν σημείωσαν καμία ουσιαστική μεταβολή, κάτι που θα είχε ασφαλώς συμβεί αν οι αγορές είχαν θορυβηθεί πραγματικά από την υποβάθμιση των ΗΠΑ από ΑΑΑ σε ΑΑ+. Σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει το 2011, όταν σε αντίστοιχη υποβάθμιση είχε προχωρήσει ο οίκος S&P, τα πράγματα ήταν πολύ πιο ήρεμα. Δεν είμαστε βέβαιοι όμως πως η ψυχραιμία των αγορών οφείλεται στις δηλώσεις των προβεβλημένων οικονομολόγων.
Πιο ενδιαφέρουσα μας φάνηκε η άποψη του Ed Mills, αναλυτή της Raymond James. Μιλώντας στο Reuters, ο Mills επισήμανε πως μετά τα μεγάλα προβλήματα που είχαν παρατηρηθεί το 2011 μετά την υποβάθμιση στην οποία είχε προχωρήσει τότε ο S&P τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι εκδότες ομολόγων που έχουν σχέση με το αμερικανικό δημόσιο, σε συνεργασία με τις επενδυτικές τράπεζες έχουν τροποποιήσει τους όρους έκδοσης των ομολόγων έτσι ώστε οι θεσμικοί επενδυτές που τα κατέχουν να μην υποχρεώνονται σε ρευστοποιήσεις σε περίπτωση υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ.
Μπορεί λοιπόν οι αγορές να μην έδωσαν, ή να μην δίνουν προς το παρόν, μεγάλη σημασία στην κίνηση του Fitch, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να την αγνοήσουμε. Οι επισημάνσεις των αναλυτών της σε σχέση με την τωρινή κατάσταση των δημοσιονομικών μεγεθών των ΗΠΑ και την χειροτέρευση που αναμένουν για τα επόμενα χρόνια είναι πολύ σημαντικές.
Οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν πως η αύξηση των δημοσίων δαπανών, η μονιμοποίηση διαφόρων φορολογικών απαλλαγών, η μεγάλη αύξηση των εξόδων εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους εξαιτίας της σημαντικής ανόδου των επιτοκίων, η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των αμερικανών πολιτών που συνεπάγεται την σημαντική άνοδο των δαπανών για ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη είναι πολύ σημαντικά ζητήματα που δεν αντιμετωπίζονται όπως πρέπει από το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Το επαναλαμβανόμενο θέατρο με την αύξηση του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου για τον δανεισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα. Υποθέτουμε λοιπόν πως η υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ από ΑΑΑ σε ΑΑ+ περιέχει ένα σαφές μήνυμα προς την πολιτική ηγεσία και τα νομοθετικά σώματα της χώρας να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα με μεγαλύτερη σοβαρότητα.
Από τις πρώτες αντιδράσεις που είδαμε μπορούμε να συμπεράνουμε πως το μήνυμα δεν πρέπει να παραδόθηκε. Χαρακτηριστικότερη ίσως είναι αυτή του επικεφαλής των Γερουσιαστών του δημοκρατικού κόμματος (κάτι σαν πρόεδρος της Γερουσίας) Τσακ Σούμερ. Ο Σούμερ υποστήριξε πως η υποβάθμιση στην οποία προχώρησε ο Fitch είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των ρεπουμπλικανών οι οποίοι αρνήθηκαν να συμφωνήσουν στην αύξηση του ανώτατου ορίου δανεισμού (debt ceiling) χωρίς σημαντικά ανταλλάγματα.
Η ακριβής δήλωσή του ήταν η εξής: «η υποβάθμιση από την Fitch δείχνει πως η ριψοκίνδυνη διαπραγματευτική τακτική των ρεπουμπλικανών μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και το φλερτ με την χρεωκοπία έχει αρνητικές συνέπειες για την χώρα». Δεν μπορούμε να διακρίνουμε κάποια σημάδια αναγνώρισης της ανάγκης για πιο ουσιαστική συνεννόηση.
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να πούμε πως ακόμα και αν βλέπαμε τέτοια σημάδια από τον Σούμερ και τους συναδέλφους του στο Δημοκρατικό Κόμμα, η διαφαινόμενη κυριαρχία του Ντόναλντ Τραμπ στις δημοσκοπήσεις ανάμεσα στους επίδοξους υποψηφίους για τις επόμενες προεδρικές εκλογές αποτελεί εγγύηση για την επικράτηση ακόμα πιο πολωμένου κλίματος ανάμεσα στα δύο κόμματα.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς ώθησε τον οίκο Fitch στην απόφασή του να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ, υποψιαζόμαστε όμως πως η χρονική στιγμή (δηλαδή καθώς μπαίνουμε στην έναρξη της μακράς προεκλογικής περιόδου) που το έκανε δεν είναι καθόλου τυχαία. Υποψιαζόμαστε επίσης πως το πιθανότερο είναι πως το καμπανάκι που σήμανε θα χαθεί κάπου ανάμεσα στις φωνές των διαφόρων υποψηφίων.