Το ενδεχόμενο να διανύσει η ευρωπαϊκή και κατ’ επέκταση η ελληνική οικονομία μία περίοδο ύφεσης, ήτοι συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και αύξησης της ανεργίας, «παίζει» πολύ στις αναλύσεις των ειδικών, καθώς η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός προκαλούν πτώση της ζήτησης, ενώ η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες (με στόχο να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός) φρενάρει επενδυτικά σχέδια και επιδεινώνει το κλίμα στις διεθνείς αγορές.
Παρ’ όλα αυτά, για ύφεση ακούμε εδώ και μήνες και ύφεση – τουλάχιστον στα χαρτιά – δεν βλέπουμε. Σύμφωνα με τη χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,8% στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου αλλά σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,5%. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι ο τεχνικός ορισμός της ύφεσης είναι όταν το ΑΕΠ εμφανίζει συρρίκνωση τουλάχιστον για δύο διαδοχικά τρίμηνα. Στην τρέχουσα συγκυρία και λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, ο συγκεκριμένος ορισμός μπορεί να μη λέει και τίποτα, με αποτέλεσμα η θεώρηση αυτή να αμφισβητείται έντονα.
Για παράδειγμα, οι πολίτες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, νιώθουν εδώ και καιρό ότι βιώνουν μία οικονομική κρίση εξαιτίας της μεγάλης και απότομης ανόδου των τιμών, αλλά η οικονομία αναπτύσσεται και μάλιστα με ισχυρό ρυθμό. Το αντίστροφο συνέβη νωρίτερα φέτος στις ΗΠΑ, όπου ενώ η αμερικανική οικονομία εμφάνισε πτώση του ΑΕΠ σε δύο συνεχόμενα τρίμηνα (πρώτο και δεύτερο), στο ίδιο διάστημα η κατανάλωση παρέμεινε εντυπωσιακά ανθεκτική και η ανεργία συνέχισε να μειώνεται σε ιστορικά χαμηλά. Έτσι, στην πλειονότητά τους, οι ειδικοί θεωρούν ότι η πραγματική ύφεση θα κάνει την εμφάνισή της το 2023 αλλά θα είναι πολύ πιο ήπια από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Επομένως, μήπως αυτό που θα δούμε το 2023 δεν θα είναι μία τυπική ύφεση αλλά η αρχή μίας κρίσης αποπληθωρισμού που ίσως είναι και χειρότερη από μία βραχύβια ύφεση;
Μετά την ύφεση του 9% το 2020 λόγω της πανδημίας, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 8,3% το 2021 και αναμένεται να τρέξει με 5,5%-6% το 2022, όμως και στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη, η αίσθηση της κρίσης έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες λόγω της εκτίναξης των τιμών και ειδικότερα σε ενέργεια και τρόφιμα.
Ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ κατά 1,8% στο σύνολο του 2023, ενώ για την Ευρωζώνη οι περισσότεροι επενδυτικοί οίκοι και διεθνείς οργανισμοί «βλέπουν» ύφεση από 0,1% έως 1,5%. Η ελληνική οικονομία, λοιπόν, θα μπορούσε να εμφανίσει συρρίκνωση του ΑΕΠ για δύο συνεχόμενα τρίμηνα, ας πούμε στο α’ εξάμηνο του 2023 ή στο τρέχον τρίμηνο και στο α’ τρίμηνο του επόμενου έτους, αλλά στο σύνολο του έτους θα αναπτυχθεί, πάντοτε στο βασικό σενάριο στο οποίο δεν θα κλιμακωθεί περαιτέρω ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση.
Παρά το δυσμενές περιβάλλον και την ακρίβεια, η ελληνική οικονομία μπορεί και του χρόνου να είναι – όπως και φέτος – μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις στην Ευρώπη και η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Σύμφωνα, μάλιστα, με κλαδικές μελέτες, ο ελληνικός επιχειρηματικός τομέας αναμένεται να καταφέρει να σταθεί όρθιος ακόμα και στο δύσκολο περιβάλλον του 2023, με περαιτέρω αύξηση του όγκου των πωλήσεων της τάξης του 3%, η οποία θα είναι εμφανής σε όλους τους ευρείς τομείς της οικονομίας. Οι κατασκευές και η πληροφορική αναμένεται να ξεχωρίσουν θετικά, επιτυγχάνοντας διψήφιο ρυθμό ετήσιας ανάπτυξης, καθώς επιταχύνεται η υλοποίηση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Για να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό αλλά και τι έρχεται διεθνώς, ας δούμε τις προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία. Μία από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις είναι της Morgan Stanley που κάνει λόγο για ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2,2% το 2023, με την αμερικανική οικονομία μόλις στο +0,5% και την Ευρώπη σε ύφεση. Το 2,7% που προβλέπει το ΔΝΤ μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου, ενώ ο ΟΟΣΑ συντάσσεται με την Morgan Stanley στο 2,2%. Στον αντίποδα, η S&P Global τοποθετεί την ανάπτυξη πολύ χαμηλότερα στο 1,5%, η Fitch στο 1,4% και η Oxford Economics 1,3%. Αν επιβεβαιωθεί κάποια από τις απαισιόδοξες προβλέψεις, τότε θα είναι ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης από το 1982, εξαιρουμένων των παγκόσμιων κρίσεων του 2009 (-1,3%) και του 2020 (-3,3%).
Στην ουσία, η ελληνική οικονομία έχει την ευκαιρία να υπεραποδώσει της παγκόσμιας οικονομίας μετά από πάρα πολλά χρόνια και κινδυνεύει μόνο από εξωγενείς παράγοντες. Η απειλή μιας παρατεταμένης περιόδου χαμηλής ανάπτυξης και ακρίβειας είναι υπαρκτή και δυστυχώς πλήττει τα νοικοκυριά σε μία εποχή που η χώρα μας εμφάνιζε τις ευνοϊκότερες αναπτυξιακές προοπτικές της τελευταίας 20ετίας.