Ένας πίνακας του Anthony van Dyck, που είχε εγκαταλειφθεί σε ένα υπόστεγο αγροκτήματος και ανακαλύφθηκε ξανά, πωλήθηκε σε δημοπρασία για πάνω από 3 εκατομμύρια δολάρια.
Το έργο αποτελεί πρoσχέδιο για έναν μεταγενέστερο πίνακα που φιλοτέχνησε ο Φλαμανδός δάσκαλος και ονομάζεται «Άγιος Ιερώνυμος».
Ο τελικός πίνακας βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Boijmans van Beuningen στο Ρότερνταμ, σύμφωνα με το CNN.
Το προσχέδιο, το οποίο απεικονίζει έναν γυμνό ηλικιωμένο άνδρα που κάθεται σε ένα σκαμνί, είναι μοναδικό για αρκετούς λόγους, σύμφωνα με την καταχώριση του Sotheby's.
Είναι ένα από τα δύο μόνο μεγάλα σχέδια που φιλοτέχνησε ο Βαν Ντάικ από ζωντανά μοντέλα. Πιθανότατα ζωγραφίστηκε μεταξύ 1615 και 1618, σύμφωνα με τον οίκο Sotheby's, ενώ ο Van Dyck ήταν ένας νεαρός καλλιτέχνης που εργαζόταν δίπλα στον Peter Paul Rubens στην Αμβέρσα.
Και η ελαιογραφία έχει επίσης μια απροσδόκητη προέλευση. Αναγνωρίστηκε μόλις πρόσφατα ως έργο του Van Dyck, ανέφερε ο οίκος Sotheby's σε δήλωση που μοιράστηκε με το CNN. Το έργο ανακαλύφθηκε στα τέλη του 20ού αιώνα σε μια αγροτική αποθήκη στο Kinderhook της Νέας Υόρκης.
«Ο άνθρωπος που το βρήκε, ο Albert B. Roberts, ήταν παθιασμένος συλλέκτης "χαμένων" έργων, περιγράφοντας τη συλλογή του ως "ορφανοτροφείο για χαμένη τέχνη που είχε υποφέρει από παραμέληση"», δήλωσε ο οίκος δημοπρασιών.
Ο Roberts αγόρασε τον εγκαταλελειμμένο πίνακα για μόλις 600 δολάρια, σύμφωνα με τον οίκο Sotheby's. Αλλά λίγο αργότερα, η ιστορικός τέχνης Susan J. Barnes δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο αναγνώρισε το έργο ως ένα "εκπληκτικά καλά διατηρημένο" έργο του Van Dyck.
Ο πίνακας πωλήθηκε την Πέμπτη για 3,1 εκατομμύρια δολάρια.
Προσφέρθηκε στον οίκο Sotheby's από την περιουσία του Roberts. Και ένα μέρος των εσόδων θα διατεθεί υπέρ του ιδρύματος Albert B. Roberts Foundation Inc, το οποίο παρέχει οικονομική υποστήριξη σε καλλιτέχνες και άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις, σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών.
Η μελέτη πωλήθηκε στο πλαίσιο της πώλησης "Master Paintings Part I" του Sotheby's την Πέμπτη, η οποία περιελάμβανε επίσης έργα των Agnolo Bronzino, Titian και Melchior de Hondecoeter.